Ημερήσια αρχεία: 06/01/2018


Σημειώσεις από την συζήτηση “Καλειδοσκοπώντας τον Σαραμάγκου”

ΠΕΡΙ ΠΡΟΓΟΝΩΝ, ΓΕΝΕΑΛΟΓΙΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΠΙΛΟΓΩΝ ΓΥΡΩ ΑΠ’ ΑΥΤΑ (ΟΧΙ ΛΗΞΙΑΡΧΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΚΑΤ’ ΑΝΑΓΚΗ)

*το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε την εισήγηση στην συζήτηση που πραγματοποίηση το ΚΑΛΕΙΔΟΣΚΟΠΙΟ εργαστήριο για τους δραπέτες του πραγματικού, στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα, την Τετάρτη 15/11/2017

Έχω έναν παππού, ξέρω πότε και πού γεννήθηκε, τα καλοκαίρια κατοικώ στο σπίτι του, έχω προσωπικά του αντικείμενα πολλά, το γραφικό του χαρακτήρα σε βιβλία, σημειώματα, γράμματα και έγγραφα, κάποιες φωτογραφίες, αρκετές οικογενειακές ιστορίες στα όρια της μυθοπλασίας, καμία ανάμνηση απ’ αυτόν, πέθανε όταν ήμουν έξι μηνών.

Ήταν από τη μεριά του πατέρα μου, έχω το επώνυμό του.

Έχω κι έναν άλλο παππού, δεν ξέρω ακριβώς πότε και πού γεννήθηκε, δεν έχω τίποτα δικό του, μόνο κάποιες φωτογραφίες κι ελάχιστες ιστορίες για το τι άνθρωπος ήταν, δεν έχω δείγμα του γραφικού του χαρακτήρα, αντί για το σπίτι που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, τη μοναδική φορά που πήγα στην πόλη του για να τον κηδέψουμε, βρήκα ένα οικόπεδο, ούτε μια πέτρα δεν είχε μείνει, λίγα και ξέθωρα είναι κι όσα θυμάμαι απ’ αυτόν, πέθανε όταν ήμουν δεκάξι.

Ήταν από τη μεριά της μάνας μου και φυσικά δεν έχω το επώνυμό του.

Και οι δυο παππούδες πέθαναν βέβαιοι για την ύπαρξή μου, ο ένας με είδε κάποιες λίγες φορές και να μεγαλώνω.

Αν και δεν μοιάζω φυσιογνωμικά μάλλον σε κανέναν τους, έχω το dna τους, η ύπαρξή μου ήταν ένα ανοιχτό ενδεχόμενο από τη στιγμή που έκαναν παιδιά τους γονείς μου κι εκείνοι με τη σειρά τους, σ’ αυτό το ενδεχόμενο –μιας και με γέννησαν- έδωσαν σάρκα, οστά, μαλλιά, ό, τι τέλος πάντων προβλέπεται γενικά σε τέτοιες περιπτώσεις.

Αλλά το θέμα μου δεν είναι οι δυο αυτοί παππούδες, όχι τουλάχιστον σ’ αυτήν την περίσταση, ίσως μιαν άλλη φορά, αν επιχειρήσω να ανακατασκευάσω με λίγα στοιχεία τις ζωές τους και μη φοβάστε, αυτό δεν θα το υποστείτε εσείς, δεν σας αφορά άλλωστε.

Έχω έναν ακόμα παππού, ξέρω ακριβώς πού και πότε γεννήθηκε, τα παιδικά του χρόνια, την ενήλικη και γεροντική του ηλικία, κάποιες ιστορίες για τη ζωή του, δεν έχω καμιά πρωτότυπη ξεφτισμένη φωτογραφία ούτε προσωπικό του αντικείμενο, ξέρω ωστόσο το πρόσωπο και το γραφικό του χαρακτήρα, σ’ ένα ξεχωριστό, μικρό ράφι στη βιβλιοθήκη έχω σχεδόν όλα τα βιβλία που -απ’ όσα έγραψε- κυκλοφόρησαν στα ελληνικά, μου λείπουν μόνο τα εξαντλημένα κι αυτά που ως δανεικά παρέμειναν αγύριστα και τώρα τα αγοράζω πάλι, και μαζί τους είναι και κάποια αντικείμενα δικά μου που του τα χάρισα εν καιρώ, δεν ξέρω βέβαια αν θα του άρεσαν αλλά αυτό δεν έχει και μεγάλη σημασία.

Τον διάλεξα για παππού μου στην τρυφερή ηλικία των τριάντα δύο και πέθανε όταν ήμουν στα σαράντα δύο.

Εκείνο το καλοκαίρι του ’10, πριν τις διακοπές, είχα συμφωνήσει με μια γνωστή μου που μάθαινε τη γλώσσα του να του γράψουμε το Σεπτέμβρη ένα mail για να πληροφορηθεί -με καθυστέρηση δεκαετίας είναι αλήθεια- όχι βέβαια ότι υφίσταμαι με τη σάρκα, τα οστά, τα μαλλιά και τα υπόλοιπα που λέγαμε παραπάνω, μιας κι αυτό πια συνέβαινε με μικροαλλαγές περισσότερο από τέσσερις δεκαετίες, αλλά το γεγονός ότι τόσο μακριά από μένα, σε μια χώρα που δεν έχω και κατά τα φαινόμενα δεν θα δω ποτέ από κοντά, γεννήθηκε τόσο πίσω ένας άνθρωπος, δηλαδή ο ίδιος για να μην σας μπερδεύω, τον οποίο εγώ, γεννημένη 46 χρόνια μετά (και τρεις μέρες πριν) τη δική του γέννηση και τόσο μακριά απ’ αυτόν, διάλεξα για παππού όταν διάβασα πρώτη φορά βιβλίο του, κάπου μέσα στο 2000 αν θυμάμαι σωστά. Θα του έγραφα λοιπόν-όχι εγώ, η γνωστή μου για να είμαι ακριβής- πρώτον ότι αποφάσισα να συγγενέψουμε χωρίς να ξέρει καν την ύπαρξή μου ή την επιλογή μου αυτή και μετά θα του έλεγα όλους εκείνους τους λόγους του κόσμου για τους οποίους τον ήθελα για πάντα στην οικογένειά μου.

Όμως πέθανε ο ακριβός μου όσο ήμουν στις διακοπές και δεν έμαθε ποτέ πως είχε τα τελευταία δέκα χρόνια και για όσο ζω (μεγάλωσα κι εγώ στο ενδιάμεσο βλέπετε) στο Βύρωνα της Αθήνας μια εγγονή που δεν έχει το dna του, δε μιλά τη γλώσσα του, δεν τον έχει αγγίξει ποτέ, δεν έχει ακούσει τη φωνή της, δεν είναι κόρη της κόρης του, δεν έχει το επίθετό του. Ήθελα πολύ να το ξέρει αλλά το ίδιο πολύ άργησα κι ας έχω πλήρη συνείδηση τού ότι οι άνθρωποι πεθαίνουν κι αυτό, όπως και να το κάνουμε, δυσχεραίνει τη μεταξύ τους επικοινωνία, ειδικά ανάμεσα σε άθεους όπως είμαστε και οι δύο.

Κι έτσι μείνατε εσείς για να μάθετε αυτή την εκκεντρική αλήθεια.

Μείνατε εσείς για να σας πω γιατί έκανα παππού μου τον Ζοζέ Σαραμάγκου.

Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ

Πολύ – πολύ σύντομα, σε μια από τις επισκέψεις μου σ’ εκείνο το βιβλιοπωλείο που αγαπούσα κάποτε πολύ και του οποίου τα σκαλιά συνήθιζα να κατεβαίνω κυρίως όταν μου το επέτρεπαν τα οικονομικά μου, δηλαδή χριστούγεννα, πάσχα, πριν τις καλοκαιρινές διακοπές και ίσως στα γενέθλια μου, με άλλα λόγια κάπου τέσσερις με πέντε φορές το χρόνο (έπεφτα βλέπετε σε μεγάλη μελαγχολία αν πήγαινα κι έβλεπα βιβλίο κι αδυνατούσα να το αγοράσω, ήταν μεγάλη η θλίψη μου κι απέφευγα να εκθέτω άσκοπα εαυτήν σε μια ακόμα δοκιμασία), σε μια λοιπόν από τις γεμάτες προσδοκίες βόλτες μου, τον συνάντησα.

Κατά την προσφιλή μου συνήθεια χαζεύοντας τα ράφια ήμουν κι εκείνη τη φορά αποφασισμένη να πάρω και κάποιο βιβλίο για το οποίο ο μόνος μου προϊδεασμός θα ήταν το ένστικτο και η πρώτη ματιά που θα ανταλλάσσαμε εγώ, το εμπροσθόφυλλο, το οπισθόφυλλο, άντε και το αυτί. Παρένθεση: η πιο καταπληκτική στιγμή είναι ( αν και για να είμαι ειλικρινής ήταν μιας και η οικονομική δυσπραγία μού έχει στερήσει αυτή την εμπειρία τα τελευταία χρόνια γαμώ την κρίση μου γαμώ) όταν βρίσκομαι μπροστά σ’ ένα αγνώστου «ταυτότητος, συστατικών επιστολών, καλού/ξακουστού ονόματος» βιβλίο και κάτι μου κάνει, το κοιτάζω από μια απόσταση, το πιάνω μετά διστακτικά στα χέρια, χαζεύω λίγο, ποτέ το περιεχόμενο, μονάχα το εξώφυλλο κι ύστερα από κάποια ώρα το πάω αδημονώντας σπίτι μου με ένα άγχος και μια λαχτάρα όπως όταν για πρώτη φορά περιμένω κάποιον που θα γίνει εραστής μου. Με άλλα λόγια η επιλογή τέτοιων βιβλίων είναι μια άκρως ερωτική διαδικασία και, κατά τρόπο ανεξήγητο, άσχετα με το πώς πάνε τα καθαυτά ερωτικά μου, σπάνια με από-γοητεύει. Τότε νοιώθω μια τρελή πληρότητα, μιαν αβάσταχτη ευφορία και μιαν απίστευτη περηφάνια, οριακά σαν εγώ να ανακάλυψα και να έφερα στο φως αυτό το καταπληκτικό γραφτό και τον ευφυή δημιουργό του, σαν εγώ να τους έφτιαξα.

Ίσως τώρα να ντρέπομαι λιγάκι, αλλά αυτό έτυχε και με τον Σαραμάγκου. Ομολογώ πως μολονότι κάτι είχα διαβάσει από ισπανόφωνη λογοτεχνία, ήμουν απολύτως ανίδεη της πορτογαλικής και θαρρώ πως δεν είχα ακούσει ούτε το όνομά του. Λυπάμαι παππού αλλά με περηφάνια σού ομολογώ ότι εγώ σε ανακάλυψα και σε έφερα στη ζωή μου, κανενός άλλου επιρροή δεν ήταν αυτή η συνάντηση, εμπίπτει απλώς στη θεωρία των κατά Ρολάν Μπαρτ «ευτυχών συμπτώσεων», μόνο που εγώ έβαλα με καθοριστικό τρόπο το χεράκι μου όταν σε απομάκρυνα από εκείνο το ράφι του βιβλιοπωλείου και σε επανατοποθέτησα τόσο κοντά στην καρδιά μου, στη δική μου πια βιβλιοθήκη.

Η πλάκα είναι πάντως ότι το βιβλίο για το οποίο κάνω τόσο λόγο ήταν μάλλον το Περί τυφλότητας, δηλαδή το παράδοξο, για να το πω κόσμια, είναι ότι δεν είμαι απολύτως σίγουρη για το ποιο βιβλίο του πρωτοδιάβασα, όπως στους έρωτές μου μετά από χρόνια –κόντρα στη ρομαντική αφήγηση- δεν θυμάμαι καθαρά τις περιστάσεις και τις λεπτομέρειες της πρώτης συνάντησης, παρά μόνο εκείνο το συναίσθημα που θα αποτελέσει τη βάση του κατοπινού θριάμβου: ήμουν τόσο τυχερή που τον συνάντησα…(ομιλώ για τους παλιούς μου έρωτες εν γένει, όχι για τον Σαραμάγκου ειδικά, αν και η διατύπωση αυτή αρμόζει και στους βιβλιογραφικούς μου έρωτες).

ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΙ ΤΟΣΟ ΤΥΧΕΡΗ

Τον Σαραμάγκου τον έκανα παππού μου από την πρώτη φορά που τον διάβασα και τον ονομάτισα έτσι μετά από τρία-τέσσερα βιβλία του γιατί είναι κατά πρώτον καταπληκτικός παραμυθάς. Αφηγείται απίστευτες ιστορίες, νομίζω ότι κουλουριάζομαι σε μια τεράστια πολυθρόνα και τον ακούω -σε μια γλώσσα που δεν ξέρω αλλά καταλαβαίνω απόλυτα- με μια θεατρική φωνή, σε ηχόχρωμα λεπτό, άλλοτε επιτηδευμένα μονότονο, άλλοτε σε απίστευτες εξάρσεις, με μουσικό ρυθμό, μακροπερίοδο λόγο, με τα ελάχιστα δυνατά σημεία στίξης, στον οποίο οι διάλογοι είναι ενταγμένοι στην ίδια την αφήγηση (κι άρα το μόνο που ζητάει από μένα είναι η ενεργητική ανάγνωση της φωνής του) να λέει ιστορίες, να κατασκευάζει με μιας εικόνες τόπων, προσώπων, πραγμάτων, κινήσεων, στάσεων, φωτός και σκοταδιού και την ίδια στιγμή να φιλοσοφεί, να τσακίζει με απίστευτη σκληρότητα, ανελέητο χιούμορ και ευφυέστατο σαρκασμό όσα τον πληγώνουν για να μείνει στο τέλος -σαν ασφαλής προστασία δικιά μου, των πλασμάτων του και του γένους των ανθρώπων- μια απίστευτη έγνοια, μια εναγώνια αγάπη κι ένα τρυφερό χάδι στην ανθρωπινότητα που βιάζεται. Στις σελίδες του υπάρχουμε μόνο εγώ, τα πλάσματά του, η φωνή και οι σκέψεις του, κανένας περισπασμός από τον περιβάλλοντα χώρο, μονάχα κάποια ελάχιστα συμφωνημένα διαλείμματα για τσιγάρο.

Τα βάζει ο εύθραυστος μικροκαμωμένος αδύνατος παππούς μου -έτσι τον φαντάζομαι- με τους θεούς και τους δαίμονες των ανθρώπων αλλά στις νίκες του πάντα ηττάται γιατί κάποιους πλήγωσε και στις ήττες του πάντα νικάει γιατί κάποιους υπερασπίστηκε και προστάτευσε.

Στην καφκική Σπηλιά του, τις κοινότητες ανθρώπων, τα χωριά και τις γειτονιές τους, τα εργαστήρια και τον ανοιχτό ορίζοντα σβήνει από την χαρτογραφία του χώρου, των σχέσεων, των σκέψεων, της μνήμης, ένα αβυσσαλέο εμπορικό κέντρο, περίκλειστο, γκρίζο, εποπτευόμενο από γραφειοκράτες και φύλακες που κρύβει στα έγκατά του το πιο τρομακτικό μυστικό: τους σκελετούς των ανθρώπων που πριν ελεύθεροι ζούσαν έξω από τη δυστοπία και τώρα – αυτοβούλως αλλά εκβιασμένοι από τους νόμους της αγοράς και της παραγωγής όπως οι ίδιοι αυτοί νόμοι την καθορίζουν- εντός της περιφέρονται, ζουν τεχνητές ζωές και λειτουργούν ως απεικάσματα των αλλοτινών εαυτών τους. Εδώ η αλληγορία περιγράφει αφαιρετικά και με ευρηματικό τρόπο τις διαδικασίες βίαιης καπιταλιστικοποίησης κι ας μην ονοματίζεται ως τέτοια. Ωστόσο η «συμμορία» των μη συμμορφούμενων, δραπετεύει παίρνοντας το ρίσκο να ζήσει έξω από το Κέντρο, σ’ έναν κόσμο που αλλάζει και αφυδατώνεται. Δυο ζευγάρια κι ένας σκύλος απέναντι στον κίνδυνο να χάσουν μια ζωή που αξίζει να τη ζούνε βρίσκουν τη γενναιοφροσύνη να την επιδιώξουν, χωρίς ωστόσο καμιά άλλη βεβαιότητα πέρα απ’ αυτήν. Η «έξοδος» μπορεί να είναι απέλπιδα, παραμένει όμως η μοναδική συμφωνημένη και συλλογική απόφαση. Και η διεύθυνση του Κέντρου, προσαρμοζόμενη στις περιστάσεις και μετατρέποντας την πρόσκαιρη κρίση από την αποκάλυψη του μυστικού σε (τι άλλο;) ευκαιρία κερδοφορίας, αποφασίζει να ανοίξει την τρομερή σπηλιά της παρελθούσας ανθρωπινότητας των πολλών ως τουριστικό αξιοθέατο έναντι αντιτίμου. Και κάτι τελευταίο: ας μη θριαμβολογήσουν οι πλατωνικοί. Η φόρμα του πλατωνικού σπηλαίου χρησιμοποιείται για να περιγράψει την καπιταλιστική δυστοπία, ο πραγματικός κόσμος που ζει και πάλλεται δεν είναι ο κόσμος των Ιδεών, αλλά των βιωμάτων και των εμπειριών που εγγράφονται στο περιβάλλον του φυσικού και όχι των νοητικών κατασκευών, εκεί που τα χέρια κεραμοποιούν, και τα μάτια βλέπουν ορίζοντες και χρώματα, και τα σκυλιά μυρίζουν το χώμα…

Οι τερατώδεις ιστορίες του στα όρια της επιστημονικής φαντασίας με καθηλώνουν. Στην Πέτρινη σχεδία η Ιβηρική χερσόνησος σταδιακά αποκολλάται από την Ευρώπη, τέσσερις άνθρωποι την ίδια στιγμή αντιλαμβάνονται την έναρξη μιας παράξενης δραστηριότητας μετά από δικές τους ατομικές πράξεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ασήμαντες, ωστόσο έχουν κάτι απολύτως μυστηριακό και δεν αποκαλύπτουν εξαρχής την πραγματική φύση, έκταση και βαρύτητα των φαινομένων που θα τις διαδεχτούν: όπως το να πετάξεις μια πέτρα –αλλά αξιοσημείωτα βαριά για το μέγεθός της- στη θάλασσα, να σηκωθείς από την καρέκλα σου και να νοιώσεις ότι προκάλεσες σεισμό, να χαράξεις μια γραμμή στο χώμα που να σε διαχωρίζει συμβολικά από την προηγούμενη ζωή σου κι αυτή να μην εξαφανίζεται με τίποτα , να συνοδεύεσαι παντού από ψαρόνια. Στις μέρες που θα ακολουθήσουν τους γεωφυσικούς τριγμούς θα σημειωθούν πολιτικές κινήσεις που περιγράφουν με τον πιο δηκτικό και γκροτέσκο τρόπο τις αντιδράσεις του πολιτικού κατεστημένου, της διεθνούς διπλωματίας, των θεσμικών οργάνων σε υπερεθνικό επίπεδο, της δημοσιογραφίας, των επιστημονικών ενώσεων, της κεντρικής και της τοπικής διακυβέρνησης, απέναντι σε κάτι πρωτόγνωρο: τη σταδιακή μετατροπή μιας χερσονήσου σε νησί που πλέει πια στον Ατλαντικό προκαλώντας πανικό στους τουρίστες, στους κατοίκους αλλά και σφοδρές πολιτικές αναταράξεις. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πιέζει αφόρητα τις κυβερνήσεις Πορτογαλίας και Ισπανίας να ανακόψουν την πλεύση της χερσονήσου (;!), οι ΗΠΑ στέκονται διακριτικά εφοδιάζοντας τη χερσόνησο-νησί με τα αναγκαία και περιμένοντας να δουν τι οικονομικά οφέλη μπορεί να αποφέρει μια τέτοια γεωφυσική κοσμογονία αν τελικά καταλήξουν γείτονες στο χάρτη, οι απείθαρχοι νεολαίοι της Ευρώπης ταυτίζονται με τους Ίβηρες που χάνουν από τους κόλπους τους, προκαλούν ταραχές και επεισόδια με στόχαστρο τη βιομηχανία των ΜΜΕ, αντιμετωπίζουν την καταστολή κι αργότερα αποθαρρυμένοι και κουρασμένοι αποσύρονται από το προσκήνιο. Την ίδια ώρα σμίγουν και ξεκινούν το ταξίδι τους στην Ιβηρική νήσο τρεις άνδρες, μια γυναίκα κι ένας σκύλος. Αυτοί που πρώτοι ψυχανεμίστηκαν πως κάτι πολύ παράξενο συμβαίνει σ’ εκείνες τις πρώιμες εκδηλώσεις του φαινομένου σμίγουν μέσα στην αφήγηση, συναντάνε ή καλύτερα τους βρίσκει ένας μυστηριώδης σωματώδης σκύλος ο οποίος έκτοτε γίνεται οδηγός τους στο ταξίδι υποδεικνύοντας ο ίδιος πλέον τη διαδρομή. Τους οδηγεί στο σπίτι μιας γυναίκας που έπιασε να ξηλώνει μια κάλτσα και το νήμα της, γλιστρώντας από την πόρτα και άπειρο στο μήκος του, σχηματίζει ένα γαλάζιο σύννεφο με τις άκρες του να δένονται πάνω σε όντα φέρνοντάς τα κοντά. Απανωτές μετακινήσεις-μεταναστεύσεις πληθυσμών: μετά τους ξαφνιασμένους τουρίστες και τους πλούσιους Ίβηρες που πρόλαβαν να καταφύγουν στη στερεά Ευρώπη με το που ξεκίνησε το φαινόμενο της απόσχισης στα Πυρηναία, άρχισε η μετανάστευση από τις ακτές στην ασφαλέστερη ενδοχώρα και η φυγή των τελευταίων εύρωστων οικονομικά από την Ιβηρική. Και το ταξίδι, με μια ξαφνική αλλαγή ρότας, συνεχίζεται όχι προς το νότο αλλά προς το βορά, προς τις ΗΠΑ και τον Καναδά. Κι όμως, εκεί που μοιάζει γεωπολιτικά να τοποθετείται το θέμα στο πώς θα ενταχθεί η Ιβηρική στη βορειοαμερικάνικη σφαίρα επιρροής ή αν θα μπορούσε να κρατήσει επαφές και με τον Παλιό και με το Νέο Κόσμο, εκείνη σταματά την ανοδική της πορεία κι αρχίζει να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της, κι ύστερα να κατηφορίζει προς στο νότιο ημισφαίριο. Στο ενδιάμεσο σημειώνεται έκρηξη γεννητικότητας αλλά και ο θάνατος ενός από τους ταξιδιώτες. Το ταξίδι συνεχίζεται… Πρόκειται για μιαν ακόμη ασύλληπτης ευφυίας αλληγορία γύρω από την ευρωπαϊκή ταυτότητα που μάλλον θα εξαγνιστεί αν απαλλαγεί η Γηραιά Ήπειρος από τους απείθαρχους του νότου και συνέλθει από τις γεωφυσικές μεταβολές που συμβαίνουν εκεί, στα μεσογειακά παράλια (κι ό, τι αξία έχουν είναι αυτή των τουριστικών προορισμών μουσειακού χαρακτήρα), γύρω από τους δεσμούς της Ιβηρικής με την Αμερικάνικη Ήπειρο χτισμένους μέσα από τα δεσμά της βαρβαρότητας του αποικιακού της παρελθόντος, γύρω από τις αυτονομιστικές τάσεις και τη γεωπολιτική σκακιέρα.

Όταν πάλι τέλειωσα τον Άνθρωπο αντίγραφο -σημειωτέον διαβάζοντάς το σε μεγάλη χρονική απόσταση για δεύτερη φορά- ένοιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Αν έπρεπε να του δοθεί κατά το συρμό μια περιγραφή τύπου επικεφαλίδας σε κυριακάτικο ένθετο για τη λογοτεχνία, θα ήταν κάτι πιασάρικο του στυλ «Συγκλονιστικό υπαρξιακό θρίλερ». Ωστόσο για να είμαι λιγότερο κυνική από τον παππού μου θα έλεγα ότι είναι κι αυτή μια εκδοχή. Πολύ, πάρα πολύ μακριά όμως απ’ αυτό, τούτο το μυθιστόρημα αποτελεί χειροπιαστή απόδειξη της ευφυίας, της παραδοξότητας και του απολύτως προσωπικού ύφους του Σαραμάγκου. Ένας άχρωμος καθηγητής ιστορίας στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, στα όρια της κατάθλιψης «από ανία» όπως δηλώνει ο ίδιος, σταδιακά αποκαλύπτει την περιπλοκότητά του: θα ήθελε, και προσπαθεί πολύ γι αυτό, να είναι ιστορικός ερευνητής, έχει εμμονικά μια ορισμένη αντίληψη για το πώς θα έπρεπε να μαθαίνουμε την ιστορία (από μπροστά προς τα πίσω), υπερασπίζεται αυτή του τη θέση με σθεναρότητα αλλά συνάμα και αξιοπρεπή παραίτηση -μέχρι που γίνεται μάλλον γραφικός απέναντι στους συναδέλφους του- ωσότου σε ορισμένο βαθμό δικαιώνεται. Παράλληλα, μολονότι βαθιά μοναχικός και χαμηλών τόνων, αναπτύσσει μια κάποιου είδους οικειότητα με έναν συνάδελφο μαθηματικό, με την παρότρυνση του οποίου βλέπει μια «ελαφριά» ταινία προκειμένου να ανακόψει τη διογκούμενη δυσθυμία του. Μετά από έναν άχρωμο γάμο που δεν θυμάται καν το λόγο για τον οποίο έγινε, ένα διαζύγιο και μια σχέση άνιση με μια νεαρή γυναίκα, σχέση που ο ίδιος θέλει να τερματιστεί αλλά από αναποφασιστικότητα δεν έχει επιδιώξει ακόμη, βρίσκεται στην απαρχή μιας κοσμογονίας: στη βιντεοκασέτα που νοίκιασε βλέπει σε ρόλο- πέρασμα ήσσονος σημασίας το αντίγραφό του, έναν άνδρα όμοιο με τον ίδιο. Μέσα από διάφορες παλινωδίες καταστρώνει σχέδιο προσέγγισής του, όταν βεβαιώνεται ότι είναι υπαρκτός και εν ζωή όπως φαίνεται κι από άλλες ταινίες που παρακολουθεί και στις οποίες τον εντοπίζει πάντα ως τριταγωνιστή. Η συνάντησή τους παίρνει ανεξέλεγκτη τροπή για τη ζωή όχι μόνο των δύο αντιγράφων, αλλά και του στενού τους περίγυρου. Τελειώνει με μια τρομακτική ανατροπή για να έχει μιαν απολύτως δυσοίωνη κατάληξη. Στη διαδικασία της αφήγησης ο βασικός ήρωας αποκτά σάρκα και οστά, θαρρείς και η ανακάλυψη του αντιγράφου του τον υποχρεώνει να επιτελέσει πράξεις, να δομήσει χαρακτήρα, να υπερασπιστεί ιδιαιτερότητές του, να επανακαθορίσει τις σχέσεις του με τη γυναίκα που τον συντροφεύει, τους συναδέλφους, τον προϊστάμενο, τη μητέρα του. Κυρίαρχη η παραδοχή επιθυμιών μετά την παραδοχή των φόβων, η απομάκρυνση από την αποστασιοποίηση της ρουτίνας, η κατάφασή του στο συναίσθημα, ακόμα και στο όνειρο. Η ψυχοδομή του ωστόσο δεν τον προστατεύει επαρκώς σ’ αυτή την πρωτόγνωρη φάση της ζωής του, οι χειρισμοί προδίδονται από τις αδυναμίες του και το τέλος της αφήγησης επιστρέφει σ’ αυτό που είναι το κυρίαρχο ίσως υπαρξιακό ζήτημα που θέτει η ιστορία του: είναι διαχειρίσιμη η μη μοναδικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης; Στις ενδεχόμενες καταφάσεις και αρνήσεις των πραγματικών ανθρώπων απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα, οι τελευταίες πράξεις του καθηγητή απαντούν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο πως όχι. Ακόμα κι αν μια τέτοια υποθετική συνθήκη -η ύπαρξη δηλαδή ανθρώπων πανομοιότυπων που δεν είναι αδέρφια και δεν έχουν κανέναν προϊδεασμό για κάτι τέτοιο- μπορεί αρχικά να εκκινήσει, ενδεχομένως ως άμυνα, μια δημιουργική όσο και επώδυνη διαδικασία χτισίματος αυτής της μοναδικότητάς μας (που μόλις έχει εν τοις πράγμασι αναιρεθεί) μέσα από την αυτογνωσία και τη θέληση να ζήσουμε σαν αυτές που επιλέγουμε να είμαστε, ακόμα κι αν γίνουμε αποδεκτοί ή ακόμα ακόμα αγαπηθούμε κι ας μην είμαστε μοναδικά/πρωτότυπα όντα, το φορτίο μιας τέτοιας αποκάλυψης δεν είναι ανεκτό. Αργά ή γρήγορα οι δαίμονες του ανθρώπινου ματαιόδοξου μοναδικού εγώ μας θα πάρουν τα ηνία: αν ανακαλύψουμε ότι δεν είμαστε μοναδικοί θα επιδιώξουμε να (ξανα)γίνουμε με οποιοδήποτε τίμημα.

Στο Χρονικό του μοναστηριού άκουσα ένα παραμύθι με τόση ιστορία και φιλοσοφία που θα φθονούσε τον παππού μου ο μέσος ιστορικός επιστήμονας ή ο νεότευκτος φιλόσοφος της εποχής μας. Αν ήταν σπίτι αυτή η αφήγηση θα είχε αξιομνημόνευτους από άποψη ιστορικής ακρίβειας τοίχους και μια σκεπή από την υποκειμενική αλήθεια των απλών ανθρώπων που, χωρίς να την περιφέρουν σε τίτλους και αναγνωρισιμότητα, βουτάει στα βάθη της ψυχής και την ίδια στιγμή χάνεται στο σύμπαν, ίπταται του χρόνου και του τόπου των γεγονότων. Μα πάνω απ’ όλα αυτό το σπίτι θα ήταν θαυμαστό γιατί στο εσωτερικό του θα κατοικούσαν οι ζωές και τα έργα όλων εκείνων που η ιστορική αφήγηση λησμόνησε ή ορθότερα έθαψε κάτω από το βάρος των επιφανών που έπρεπε να μνημονευτούν εις τους αιώνας των αιώνων αμήν. Με έναν τρόπο βαθιά μπενγιαμινικό ανασύρει από τη λήθη εκείνους κι εκείνες που στάθηκαν στο πλάι της ιστορικής πομπής ή κάηκαν στην πυρά ως αιρετικοί ή εξορίστηκαν ως ανεπιθύμητα απόβλητα στις αποικίες, ή καταπλακώθηκαν από τις πέτρες και τις βοϊδάμαξες ή άφησαν εξαντλημένοι κι άρρωστοι την τελευταία πνοή ή σκοτώθηκαν βίαια σε κάθε άλλους είδους εργατικά «ατυχήματα» ως παράπλευρες απώλειες κατά την κατασκευή των φαραωνικών διαστάσεων έργων που πρόσταξαν οι ανά τους αιώνες αφεντάδες. Στο βιβλίο μνημονεύονται τέτοιες περισσότερο ή λιγότερο σύντομες ζωές (και στο περιθώριό του οι αφυδατωμένες αν και φρενήρεις από καπρίτσια, χλιδή και βολή ζωές των μοναρχών), ονοματίζονται και περιγράφονται σώματα και λειτουργίες από το ανώνυμο πλήθος που αποσιωπάται όταν καταγράφεται η ιστορία ενός επιτεύγματος. Η Πορτογαλία του 17ου αιώνα είναι ένας χωροχρόνος απλά δειγματοληπτικός για την τύχη που επιφυλάσσεται στους καταπιεσμένους σε οποιαδήποτε κοινωνία, οποιουδήποτε αιώνα, οποιασδήποτε άκρης αυτού του πλανήτη. Στα πραγματικά συμβάντα της ύπαρξης ενός τέτοιου μοναστηριού, ενός τέτοιου μονάρχη, μιας τέτοιας αυλής, μια τέτοιας εκκλησίας, μιας τέτοιας θρησκείας, μιας τέτοιας κοινωνικής διαστρωμάτωσης, μιας τέτοιας αποικιοκρατικής δύναμης με το ανάλογο έθος ζωής δημόσιας και ιδιωτικής, σ’ αυτόν λοιπόν το συμπαγή ιστορικά σκελετό εξυφαίνεται ένα εξίσου ρεαλιστικό παραμύθι, βίαιο και τρομακτικό πολλές στιγμές, θυμόσοφο και απίστευτα τρυφερό σε άλλες, με επίκεντρο τη συνάντηση, τον έρωτα και την κοινή ζωή ενός ζευγαριού ιδιαίτερου που δεν ευτύχησε να πεθάνει την ίδια στιγμή. Ο καλύτερος φίλος τους, ένας ιδιόρρυθμος ιησουίτης υψηλόβαθμος κληρικός, επίμονος επιστήμονας και εφευρέτης, ονειρεύεται να πετάξει με την πρώτη αεροπλόα μηχανή. Υπαρκτός κι αυτός ως ιστορικό πρόσωπο καταφεύγει στην Ισπανία για να γλυτώσει από την Ιερή Εξέταση κι εκεί πεθαίνει άρρωστος και μόνος στο Τολέδο. Η ιπτάμενη μηχανή του, επιτυχής ως προς το στόχο της κατασκευής της, με υλικό ανύψωσης όχι άλλο από την ανθρώπινη βούληση, μένει -από ατύχημα- κληρονομιά στον Μπαλτάσαρ και την Μπλιμούντα για να τη φροντίζουν, κι αυτή η αδιάλειπτη φροντίδα της στο τέλος θα τους στερήσει την κοινή, αγαπημένη και μοναδική ζωή τους, την υπέροχα και βαθιά ποθητή εκδοχή τού να γεράσουν, πάντα όμορφοι και νέοι, μαζί. Η ανθρώπινη επινοητικότητα, οι επιθυμίες, τα τρομακτικά παρελθόντα που προηγούνται των ευτυχών συναντήσεων, η ικανότητα να βλέπονται οι ανθρώπινες ψυχές, να κατανοούνται και να συγχωρούνται τα λάθη, η περιπέτεια του άγνωστου, ο αλτρουισμός και το δέσιμο των ανθρώπων που -ελλοχεύοντας στις απλές καθημερινές επιλογές και στη ρουτίνα – κάνουν τη ζωή αξιοβίωτη στέκονται αντίπαλες δυνάμεις και κονταροχτυπιούνται με την πραγματικότητα: κάθε λογής τυραννίες μοναρχών, αυλικών, εκκλησιαστικού κατεστημένου, κοινωνικών νορμών, πολιτικών παιχνιδιών, που κατά κυριολεξία διατρέχουν φυλή, φύλο, τάξη και ηλικία ήδη στις απαρχές του καπιταλισμού, εκμηδενίζουν το ενδεχόμενο μιας ήρεμης μακρόχρονης ζωής, ακρωτηριάζουν ή σκοτώνουν τις βιολογικές υπάρξεις των κυριαρχούμενων, περιστέλλουν, αλλά δεν εξαφανίζουν, την ελευθερία του ανθρώπινου πνεύματος να αναμετριέται με τους φόβους, τα όνειρα και τις επιθυμίες του, την ικανότητά του να μαθαίνει, να ανακαλύπτει, να δημιουργεί και να απολαμβάνει. Το κόστος στις ζωές των ανθρώπων όπως τις άκουσα σ’ αυτό το παραμύθι, γεμάτο από υπερβατικά στοιχεία και συμβολισμούς μακριά ωστόσο από την εκζήτηση (κι όποιος τα κατάλαβε τα κατάλαβε, αλλά δεν είναι εκεί η ουσία και δεν αξιολογείται η εξυπνάδα μας όταν διαβάζουμε τέτοια κείμενα, η ενσυναίσθηση μετρά μονάχα), το ρήμαγμα από τη βία λοιπόν στις ζωές αυτές, εν τέλει με έκανε μάλλον να θυμώσω και να ονειρευτώ τη δικαίωσή τους παρά να βυθιστώ στη μελαγχολία της ματαιότητας. Κι αυτό μονάχα κάτι παραμυθάδες σαν τον Ζοζέ μπορούν να το καταφέρουν.

Με Το ταξίδι του ελέφαντα πάντως πέρασα πολύ ωραία, γέλασα με την ψυχή μου, είναι μάλλον το πιο διασκεδαστικό βιβλίο του Σαραμάγκου στο οποίο ευθαρσώς και ξεκάθαρα υποστηρίζει ότι «κατά βάθος οφείλουμε να αναγνωρίσουμε πως η ιστορία δεν είναι μόνο επιλεκτική, είναι και μεροληπτική, μαζεύει από τη ζωή μόνο ό, τι την ενδιαφέρει ως υλικό που κοινωνικά νοείται ως ιστορικό και περιφρονεί όλα τα υπόλοιπα, εκεί ακριβώς όπου θα μπορούσε να βρεθεί η αληθινή εξήγηση των γεγονότων, των πραγμάτων, της ρημάδας της πραγματικότητας». Μια τέτοια λοιπόν ιστορική καταγραφή λίγη, στεγνή, λειψή και παραμορφωτική συμπληρώνεται υποχρεωτικά από το μυθιστοριογράφο με όλα εκείνα τα περιστατικά και τα πρόσωπα που την έκαναν δυνατή ως συμβάν, συνεκτική, πλήρη και ερμηνεύσιμη ως εξιστόρηση. Και πάλι ένα πραγματικό γεγονός αποτελεί το σκαρί της αφήγησης: το βασιλικό ζεύγος της Πορτογαλίας των μέσων του 16ου αιώνα αποφασίζει να προσφέρει γαμήλιο δώρο στον αρχιδούκα της Αυστρίας, γαμπρό του αυτοκράτορά της και ξάδερφο του Πορτογάλου βασιλιά (αμάν αυτοί οι ευρωπαϊκοί βασιλικοί οίκοι, μοιάζουν με λερναίες ύδρες στο πολλαπλάσιο των πολυπλόκαμων κεφαλιών τους). Κι αυτό το δώρο δεν είναι άλλο από τον ασιατικό ελέφαντα που για δυο χρόνια βρίσκεται στη Λισαβόνα μαζί με τον φροντιστή του, αν και πριν βιαστούμε να θαυμάσουμε τη γενναιοδωρία μιας τέτοιας κίνησης, καλούμαστε από τον παραμυθά μας να αναλογιστούμε αν μεγαλύτερη από την αγάπη των μοναρχών προς το συγγενή τους είναι μάλλον η επιθυμία να ξεφορτωθούν το ζωντανό (μάλιστα μόλις παίρνουν την απόφαση εκδηλώνουν και τη βαθιά –πλην αφανέρωτη ως τότε- αγάπη που ανέκαθεν του έτρεφαν). Η απόδοση ενός τέτοιου δώρου απαιτεί στρατηγικό σχεδιασμό όμοιο –ως παρωδία της- με μεγαλόπρεπη πολεμική εκστρατεία, έχει τους στρατιώτες, την πομπή με τους βοηθούς και τις προμήθειες και συνάμα διατρέχει τους κινδύνους παρεκτροπής της όλης επιχείρησης σε θερμό επεισόδιο και πρόκληση πραγματικού πολέμου λόγω ανόητων αντιπαλοτήτων, ματαιόδοξων συμπεριφορών, ανούσιων αντεγκλήσεων. Το μεγαλειώδες ζώο είναι μαζί με το σύντροφό του, έναν ινδό που προσπαθεί να επιβιώσει με ευρηματικές τεχνικές και στρατηγήματα σε έναν τόπο που δεν είναι και δεν θα γίνει ποτέ ο δικός του, χειμαζόμενος από μια μανία να του δίνουν άλλα ονόματα απ’ αυτό με το οποίο μεγάλωσε ώστε να ταιριάζει στις χώρες των αφεντάδων του, βαφτισμένος χριστιανός αλλά με « ανεπαρκή επάλειψη». Με την παραπάνω λοιπόν συνοδεία, διασχίζοντας την Πορτογαλία, παραδίδεται με τα πολλά στην επίσης στρατιωτική αντιπροσωπία του αυστριακού. Το ταξίδι συνεχίζεται δια θαλάσσης, ξηράς, ποταμού και πάλι ξηράς μέχρι τη μεγαλόπρεπη είσοδό του στη Βιέννη. Ο ελέφαντας θα πεθάνει εκεί δυο χρόνια αργότερα και ο φροντιστής του θα ξεκινήσει το αντίστροφο ταξίδι προς τη Λισαβόνα όπου ποτέ δεν έφτασε. Στην περιπετειώδη αυτή πορεία, θα εμπλακούν η ρωμαιοκαθολική εκκλησία άρτι νικήτρια επί του Λούθηρου και πιο γκροτέσκα από ποτέ στην προσπάθειά της να εγκαθιδρύσει τον θρίαμβό της επί της γης, η πονηράδα των μοναρχών που πάση θυσία επιδιώκουν να τρέφουν την προσωπική τους ματαιοδοξία και μεριμνούν για την τρυφηλότητα του βίου τους ως ύψιστη υποχρέωση απέναντι στο θεό, στους υπηκόους τους και στους άλλους μονάρχες, η ευπείθεια των στρατιωτικών που ξέρουν ότι αν στον πόλεμο πρέπει να επιβιώσουν ή να πέσουν ηρωικά μαχόμενοι, σε καιρούς ειρήνης είναι ακόμα πιο δύσκολο να διατηρήσουν το λόγο ύπαρξής τους και τον αυτοσεβασμό τους, ο αιώνιος ξένος που μαθαίνει αναγκαστικά να ελίσσεται κι όταν αφομοιώνεται -επωφελώς για τον ίδιο- από τα νέα ήθη και τη συμμορφούμενη προς αυτά ηθική τάξη, τότε στηλιτεύεται και κινδυνεύει με αφανισμό, ένα ζώο που δεν θα μάθουμε ποτέ τι σκέφτεται αλλά μοιάζει να έχει υψηλή νοημοσύνη, συναισθηματικό IQ, αδάμαστο ένστικτο αυτοσυντήρησης και οριακά χιούμορ με τους ανθρώπους. Είναι μια διήγηση χωρίς τρομακτικά συμβάντα, δίχως αποτρόπαιους θανάτους και δυστυχισμένα –πέραν του ανεκτού- πρόσωπα, δεν έχει θλίψη, παρά μιαν υποφερτή κατήφεια, όσην αρμόζει στα όντα των οποίων η ευζωία και το μέλλον εναπόκειται στα χέρια άλλων, «ακόμη και του ελέφαντα». Οι δεσμοί των ηρώων είναι εφήμεροι, οι συναντήσεις τους βιαστικές, κάποτε απολαυστικές, μα μοιάζουν να μην αφήνουν ίχνη στις ζωές τους σε αντίθεση με άλλες ιστορίες του Σαραμάγκου. Αυτό που κυριαρχεί είναι το ανελέητο χιούμορ, ο ευφυέστατος σαρκασμός ειδικά όταν καυτηριάζεται η ακλόνητη πεποίθηση περί ανωτερότητας του δυτικού πολιτισμού εν τω συνόλω (αλλά και η εσωτερική αξιολόγηση των επιμέρους «δυτικών» πολιτισμών) και της κουλτούρας που διέπει τη δημόσια και ιδιωτική ζωή των αρχόντων κυρίως, η διπλωματία των αυλών και η θεοσέβειά τους σε συνδυασμό με τη λεπτή ειρωνεία και την εικονοκλαστική κριτική εθνικών ψυχών και συνειδήσεων, στρατού, συνόρων, θρησκείας και εκκλησίας. Άτεγκτος και ασεβής όπως πάντα στις αναφορές του για το ιερατείο, ο Ζοζέ διατυπώνει με εκπληκτικό τρόπο την πολεμική του στην εξαχρείωση που γεννά στους πιστούς το εμπόριο ελπίδας το οποίο στήνεται γύρω από τα θαύματα: «να καταντάς να πληρώνεις για τα ίδια σου τα όνειρα, μεγαλύτερη απελπισία απ’ αυτή δεν υπάρχει». Ωστόσο η αποδόμηση επιχειρείται ακόμα και στις πεποιθήσεις του ίδιου του γράφοντος τη στιγμή που -κάνοντας την αυτοκριτική του για τον τρόπο παρουσίασης των αυστριακών- αναγνωρίζει πως η σκωπτική διάθεση όταν ντύνεται το ελκυστικά χαριτωμένο ρούχο της αισθητικής μπορεί να εκληφθεί ως άδικη και επιθετική και «μ’ αυτά και μ’ αυτά», μονολογεί, «σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, κάνουμε εχθρούς σ’ αυτή τη ζωή». Κατά την ταπεινή άποψη της κατ’ επιλογήν εγγονής του πρόκειται για το πιο ελευθέριο, άθεο και προκλητικό έργο του παππού.

Και τέλος, να και Η ιστορία της πολιορκίας της Λισαβόνας, μια τολμηρή ανταρσία ενάντια στην τυραννία της ιστοριογραφίας, ένα αντι-ιστορικό «ιστορικό» μυθιστόρημα, που ξεκινάει με ένα απαράδεκτο γεγονός, τη σκόπιμη προσθήκη από τον ίδιο τον επιμελητή ενός «δεν» σε ένα ιστοριογραφικό βιβλίο εστιασμένο στην πολιορκία της Λισαβόνας των Μαυριτανών από τους Πορτογάλους στις αρχές του 12ου αιώνα. Ο επιμελής, ευσυνείδητος μεσήλικας επιμελητής, μπαίνει στον πειρασμό, ενσυνείδητα και αναλαμβάνοντας την ευθύνη, να διαπράξει μια προβοκάτσια απέναντι στο ιστορικό υλικό και να «αρνηθεί» στους Πορτογάλους τη βοήθεια των σταυροφόρων κατά την ανακατάληψη της Λισαβόνας. Αυτό που μοιάζει ανεξήγητο, σταδιακά ερμηνεύεται, έτσι καθώς ο άχρωμος, ευφυής, κυνικός, μοναχικός επιμελητής θα (προ)κληθεί από την επικεφαλής των επιμελητών του εκδοτικού οίκου να γράψει μιαν άλλη Ιστορία της πολιορκίας, αυτή που θα ακολουθούσε το «δεν». Στις μέρες που ακολουθούν, γράφεται στην ουσία ένα μυθιστόρημα, κι εγώ ακούω τη διαδικασία συγγραφής του με τον παρόντα χρόνο του αυτουργού να παρεισφρέει στη μεσαιωνική αφήγηση, τον βλέπω στις διαδρομές του πάνω στα ίχνη της μαυριτάνικης Λισαβόνας, παρακολουθώ πώς μέσα σε μια διαταραγμένη πια ρουτίνα για πρώτη φορά αγοράζει λευκά τριαντάφυλλα, σταματά να βάφει τα γκρίζα μαλλιά του, ερωτεύεται και εγκαταλείπει τη σιωπή. Η αρχικά ψυχρή, τιμωρητική και προσβλητική παρουσία της νέας «εποπτεύουσας» αρχής στην εκδοτική επιχείρηση, με όχημα την παρότρυνση που -τολμηρά και επίμονα- του απευθύνει η νέα γυναίκα, εξελίσσεται στη σύντροφο μιας ιδιαίτερης ερωτικής σχέσης, ενός ήρεμου και παιγνιώδους πάθους με πολλαπλές διανοητικές και συναισθηματικές προκλήσεις. Κι εκείνος, αποδεχόμενος την πρόκλησή της, μέσα από τη διαδικασία της συγγραφής, καταφέρνει να κατοικήσει εκ νέου την πόλη, το σπίτι και τη ζωή του έτσι που το πείσμα μετατρέπεται σε θάρρος, ο κυνισμός σε τρυφερή ειρωνεία, η δεξιοτεχνία του έμπειρου διορθωτή στη δημιουργικότητα του λογοτέχνη, η ευφυία και οι ιστορικές γνώσεις σε οξυδερκή φιλοσοφική κριτική γύρω από το εύθραυστο των ιστορικών πηγών, τη μερικότητα, τις στρεβλώσεις και την εξιδανίκευση της «επίσημης» ιστορικής καταγραφής. Κατά την αγαπημένη συνήθεια του Σαραμάγκου οι ήρωες αποκτούν τις διαστάσεις τους καθώς ζουν μέσα στην αφήγηση, η Ιστορία γεμίζει με πρόσωπα που ποτέ δεν μνημονεύτηκαν από τους ιστορικούς, με τις δικές τους ζωές, τους χαρακτήρες και τις επιλογές τους. Γράφεται η ιστορία των αγνώστων την ίδια στιγμή που η Ιστορία των επιφανών παραχαράσσεται ή μήπως έρχεται σε πιο ανθρώπινα μεγέθη και πιο κοντά στη «ρημάδα πραγματικότητα» Του ταξιδιού του ελέφαντα; Πίσω από τα ντοκουμέντα και τις πηγές που έχουν –οποία έκπληξη- την ιερατική ρωμαιοκαθολική σφραγίδα ανιχνεύονται ανεπαρκείς ηγεμόνες, ανηλεείς και αγοραίες διαβουλεύσεις, βίαιες πολεμικές πρακτικές μακριά από τα στερεότυπα μεγαλειωδών επιχειρήσεων, γενναιοφρόνων στρατιωτών, αδέκαστων αξιωματούχων, ευγενών και θεοσεβούμενων σταυροφόρων, βάρβαρων και καθυστερημένων μουσουλμάνων. Κυρίαρχο το οικονομικό αλισβερίσι, η εξαχρείωση της στρατιωτικής ιεραρχίας, η τροφοδότηση των τεχνολογικών επιτευγμάτων μιας πρώιμης δύσης από την καταστροφή και το θάνατο ως alter ego της πολεμικής μηχανής: καμιά ομορφιά, καμιά μεγαλοπρέπεια, κανένα ηθικό ανάστημα ή πλεονέκτημα στην επιδίωξη της δύναμης, της κυριαρχίας και της επιβολής, αμφίβολη μαζί με τα υπόλοιπα και η δυτική κουλτούρα εν γένει αλλά και επιμέρους εκφάνσεις της, εκεί που λίγους αιώνες μετά θα ξεκινήσει η διαδικασία συγκρότησης εθνικών ταυτοτήτων, οι αφηγήσεις για τις «ψυχοσυνθέσεις» των λαών της Γηραιάς Ηπείρου. Πάλι σχεδόν τίποτα δεν αφήνει όρθιο ο παππούς…

Από τα δεκατρία βιβλία που μου διηγήθηκε ο παππούς στη μητρική μου γλώσσα, σας μίλησα για τα έξι. Κι έκατσα λοιπόν και σκέφτηκα αν πρέπει να νοιώθω μιαν κάποια ενοχή, αν διέπραξα ας πούμε μικρή προδοσία σε βάρος των υπολοίπων και σε βάρος του ίδιου. Μετά όμως σκέφτηκα πως αν είχα να σας εξηγήσω γιατί ο παππούς μου είχε γούστο στα ρούχα, θα διάλεγα να σας δείξω αυτά που φορούσε όταν με πήγαινε βόλτα. Κι άμα αναρωτιόμουνα ποια δαχτυλίδια του να σας φέρω να δείτε, θα διάλεγα πιθανότατα αυτά που άγγιζα συχνότερα όταν με κρατούσε απ’ το χέρι. Κι αν έπρεπε να σας δείξω κάποια από τα πινέλα του για το ξύρισμα θα σας παρουσίαζα αυτά που τον έβλεπα πιτσιρίκα να χρησιμοποιεί πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα του μπάνιου. Κι αν ήταν να σας μιλήσω για το πώς μαγείρευε μάλλον θα σας έλεγα για τα φαγητά που έφτιαχνε για μένα. Άρα, ας μου αρέσουν όλες οι ιστορίες του, η αλήθεια είναι ότι είχα να σας πω πρώτα πρώτα για κείνες που πάνω τους –για κάποιους λόγους- ακούμπησε περισσότερο το μυαλό, η καρδιά και οι αισθήσεις μου.

Τώρα δεν θα σας μιλήσω για τα εξαιρετικά τρία Περί: τυφλότητος (όπου τα περιστατικά τύφλωσης αποκτούν διαστάσεις επιδημίας), φωτίσεως (εδώ άνθρωποι δεν πηγαίνουν να ψηφίσουν στις εκλογές), θανάτου (δεν σημειώνονται θάνατοι για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα). Είναι τρία φοβερά παραμύθια που εξελίσσονται σε δυστοπίες ή ουτοπίες (όπως θέλετε πείτε το), ανελέητα στο χιούμορ, το σαρκασμό και την πολεμική τους στους θεσμούς και τις αντανακλάσεις τους στις ανθρώπινες κοινωνίες, αλληγορίες και τα τρία, αλλά είπαμε γι’ αυτά δεν θα μιλήσω. Ούτε θα σας πω για τις δυο βέβηλες αφηγήσεις του, Το κατά Ιησούν Ευαγγέλιον και τον Κάιν, το τελευταίο του βιβλίο, μολονότι κι αυτά με συγκλόνισαν, το πρώτο για την τρυφεράδα της ανθρωπινότητας και το δεύτερο για την ελευθεροφροσύνη που αυτή η ανθρωπινότητα διεκδικεί -στις καλύτερες στιγμές της- απέναντι σε θεούς και δαίμονες. Δεν σας μίλησα και για την εκπληκτική συλλογή διηγημάτων του, Την ιστορία της άγνωστης νήσου, που έμαθε εμένα, ορκισμένη λάτρη των μεγάλων αφηγήσεων, να αγαπώ τα διηγήματα, κι ας είναι σύντομες ιστορίες. Άφησα απ’ έξω και τα αυτοβιογραφικά του κείμενα, να με συμπαθάτε, το Φωταγωγό και τις Μικρές αναμνήσεις, έχω την εντύπωση πως αλλού έπρεπε να κεντράρω επιθυμώντας να σας εξηγήσω τι αγαπάω σ’ αυτόν τον άνθρωπο, κι έτσι του κεφαλιού μου έκανα.

Κι αν νομίζετε ότι τελείωσα, πλανάσθε πλάνην οκτρά. Έχω ακόμη κάτι λίγα.

Λοιπόν… ο Σαραμάγκου ο άθεος, ο αντικληριστής, ο βαθιά αναρχικός και από τους τελευταίους ίσως ουμανιστές λογοτέχνες, με όλο το σημειολογικό βάρος του όρου.

Για τους τρεις πρώτους χαρακτηρισμούς κάτι μουρμούρισα. Ας δοκιμάσω λίγο να εξηγήσω τον τέταρτο: Ο Ζοζέ μου αγαπάει βαθιά τους ανθρώπους, πιστεύει ακράδαντα πως είναι ικανοί για το καλύτερο εκείνες τις στιγμές που εξεγείρονται και τολμάνε. Δεν αγαπάει καθόλου τους διεφθαρμένους εξουσιαστές κάθε λογής, μέσου, εποχής και βαθμίδας, εκείνους που βγάζουν κέρδος από την εξαχρείωση, την υποταγή και τον φόβο που ενσταλάζουν συστηματικά στις ψυχές και τα μυαλά των ανθρώπων-μαζών-υπηκόων-πιστών. Απέναντί τους είναι αμείλικτος, σαρκαστικός, κάνει ό, τι μπορεί για να τους υπονομεύσει και να τους ευτελίσει, ακονίζοντας τη γλώσσα της γραφής του και της διάνοιάς του τα αιχμηρά δόντια. Τους άλλους όμως; Τους ειρωνεύεται με μια τρυφερότητα, τους βοηθάει να αφήσουν σιγά σιγά τα συμπλέγματα, τις καθηλωτικές και καταθλιπτικές φοβίες, τις αποχαυνωντικές ρουτίνες, τη γκρίζα ζώνη της μετριότητας. Τους βάζει να μιλάνε πολύ για να τους κάνει να ονειρευτούν το αδύνατο, να πεισμώσουν και να ενυλώσουν τις επιθυμίες τους, να βρουν τις δικές τους δεξιότητες, το μαγικό τους θάρρος και τη θαρραλέα μαγεία της επιτέλεσης. Αγαπάει τις πτώσεις αλλά τους θαυμάζει περισσότερο όταν με τη σοφία τους ανασηκώνονται, τους συνοδεύει στα ταξίδια τους με τη βούληση να τους προστατεύει άλλοτε αποτελεσματικά, άλλοτε όχι -εξάλλου δεν είναι παντοδύναμος θεός- ακριβώς επειδή πιστεύει στο καλύτερο κομμάτι τους, αυτό που πραγματώνεται με την αυτογνωσία και τη χειραφέτηση. Σέβεται τους ήρωες του, σπάνια όμως τους καλομαθαίνει. Τους αφήνει να κάνουν το λάθος με την ελπίδα ότι ακριβώς αυτό θα τους οδηγήσει στο σωστό και συνήθως δεν πέφτει έξω. Είναι σα να συζητά μαζί τους όσο τους δημιουργεί, τηρώντας ωστόσο μέσω της ειρωνείας ή του χιούμορ τις αναγκαίες αποστάσεις, όχι για να τον πούνε ιδανικό παρατηρητή, αλλά γιατί μονάχα έτσι μπορεί να τους ενδυναμώσει, να τους στήσει στα πόδια τους και αυτοί να κυνηγήσουν τις μικρές ή μεγάλες χίμαιρες.

Ο Ζοζέ λατρεύει να ερωτεύονται οι άνθρωποι. Σχεδόν σε κάθε ιστορία του γεννιέται κι ένα ζευγάρι. Κι αυτό έρχεται αβίαστα μέσα από τους χίλιους τρόπους που έχουν για ν’ αλλάξουν τις ζωές τους. Κι εδώ δώστε λίγη προσοχή: στον κόσμο του παππού μου δεν είναι ο έρωτας η αιτία της αλλαγής. Οι άνθρωποι αλλάζουν και γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο ερωτεύονται και μετά όπως είναι φυσικό αλλάζουν περισσότερο κι ερωτεύονται πιο βαθιά. Κι αυτό είναι σπουδαίο γιατί τη στιγμή ακριβώς της μαγείας έρχεται η γόνιμη απομάγευση και το αντίστροφο. Εγώ δεν βλέπω κάτι μεταφυσικό σ’ αυτό το είδος έρωτα και πολύ μου αρέσει.

Ενδιαφέρον έχει ακόμα η εικόνα αρσενικού-θηλυκού στα πρόσωπά του: οι γυναίκες (μανάδες, ερωμένες, φίλες, κόρες) είναι ισχυρές προσωπικότητες ακόμα κι αν αυτό εκδηλώνεται βαθμηδόν κι όχι από την αρχή, είναι πιο δυνατές, πιο τολμηρές, πιο θαρραλέες, πιο σοφές και συγκροτημένες από τα αρσενικά τους ταίρια και με μεγαλύτερη ενσυναίσθηση. Έχουν τις ανασφάλειες, τις παλινωδίες, τα κρατήματα, υπακούουν συχνά στις κυρίαρχες πατριαρχικές συνθήκες -ως γέννημα θρέμμα τους άλλωστε- ωστόσο είναι λαμπρή η στιγμή που με ένα νεύμα, μια κουβέντα ή μια σιωπηλή επιλογή χειραφετούνται και ζητάνε πια να είναι ολόκληρες. Τις σέβεται όσο λίγοι δημιουργοί, αποδίδει εκπληκτικά, αισθησιακά και συνάμα διακριτικά την ερωτική συνεύρεση, αγαπάει πολύ το γυναικείο σώμα και δε ντρέπεται ούτε φοβάται να μιλήσει γι’ αυτή του τη αγάπη. Κι αν κάποιο μυαλό μπει στον πειρασμό να μιλήσει για πρωτόλειο φεμινισμό παλαιάς κοπής, νομίζω ότι λίγα κατάλαβε από τον Ζοζέ. Μονάχα κάπως ρομαντικό θα τον έλεγα, αλλά και πάλι ας του αναγνωρίσω το δικαίωμα -ας είναι και διαλεγμένος παππούς μου- να έχει τις περί έρωτος απόψεις του, εμένα μια φορά δεν με καταπίεσε διόλου στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Κι οι άνθρωποι στις ιστορίες του κινούνται σε ένα πολύ ιδιαίτερο εκφραστικό περιβάλλον, έτσι όπως μιλάνε, έτσι όπως σχολιάζονται τα λεγόμενά τους απ’ τον ίδιο, έτσι όπως εντάσσονται σε εικόνες και γεγονότα, έτσι όπως τα προκαλούν, τα επιτελούν ή απλά τα ακολουθούν (μιας και δεν είναι τίποτα σούπερ ήρωες). Η γλώσσα του Σαραμάγκου είναι χείμαρρος και δεν περιορίζεται από σημεία στίξης ούτε συχνά ούτε απ’ όλα. Κάποιες τελείες από καιρό σε καιρό, λίγα κόμματα, ένας ρυθμός δυνατά και ευθαρσώς δηλωμένος ότι ελέγχεται από τον ομιλούντα- γράφοντα, ρυθμός που συνοδεύεται από μιαν ιδιοφυή πρόσκληση-πρόκληση: για να τον αλλάξεις πρέπει πρώτα να τον αποδεχτείς, θα σταματήσεις να δυσφορείς με τον μακροπερίοδο λόγο, θα βάλεις λίγο παραπάνω το μυαλουδάκι σου να δουλέψει και τότε θα συμβεί το μοναδικό και απαράμιλλα γοητευτικό, δηλαδή τότε θα μπορείς εσύ να τον καθορίζεις από κοινού με τον Ζοζέ. Θα παίρνεις τις ανάσες, θα ξαναγυρίζεις δυο σειρές πάνω, θα βάζεις τα δικά σου σημεία στίξης αν θες κι ο παππούς θα συνεχίζει ήρεμα να σου μιλά. Την ίδια στιγμή που θα τρέχει μπροστά σου, εσύ θα τον προλαβαίνεις. Τελευταίο μα πολύ σπουδαίο είναι το πώς λειτουργεί ο χρόνος στον Σαραμάγκου, ακριβώς επειδή επιλέγει να μεταχειρίζεται με έναν απολύτως προσωπικό τρόπο το χρόνο ως γραμματική κατηγορία. Κατά πρώτον συνήθως έχουμε το χρόνο του ίδιου του αφηγητή, κατά δεύτερον το χρόνο του ήρωα και κατά τρίτον το χρόνο που ο ήρωας αναγνωρίζει ως παρελθόν. Αυτά τα τρία επίπεδα συμπλέκονται πολύ συχνά, οι γραμματικές φόρμες σπάνε, κάποτε και υπαινικτικά, για να εισχωρήσει πιο άνετα το ένα στο άλλο, όπως ένα γεγονός που σε μια ιστορία του παρελθόντος δεν έχει ακόμα συμβεί αλλά οπωσδήποτε θα συντελεστεί στο «μελλοντικό» παρελθόν που θα ακολουθήσει. Έτσι, πέραν της εκφραστικής ευφυίας, γίνεται –όταν κάτι τέτοιο απαιτείται- απολύτως αντιληπτή η επενέργεια μιας οποιασδήποτε πράξης στην εξέλιξη της ιστορίας και αναγνωρίσιμη η δύναμη του αυτόβουλου και των επιλογών του δρώντος προσώπου ή ακόμα και του αφηγητή που καταλήγουν να συνδιαμορφώνουν την πλοκή και την εξέλιξη. Με άλλα λόγια τα παραμύθια του παππού είναι λιγάκι απαιτητικά με την έννοια ότι μοιάζει σα να θες να κολυμπήσεις αλλά ξέρεις δεν ξέρεις, πρέπει να βουτήξεις με τη διάθεση να μάθεις τα νερά ή τον τρόπο ή και τα δύο, ειδάλλως θα πνιγείς προτού καταλάβεις σε τι υπέροχους βυθούς κι ορίζοντες θα περιπλανιόσουν. Απαιτούν μιαν εξαρχής συμφωνία: θέλω να δοκιμάσω την εμπειρία της ενεργητικής -στα όρια μάλιστα του επιτελεστικού- ανάγνωσης, κι όχι απλά τα μάτια μου να κυλάνε αδιάφορα ή επαναπαυμένα και προστατευμένα πάνω στη συμβατική γραφή που το ίδιο εύκολα μας χαρίζει τόσο την πολυτέλεια της ξεκούρασης όσο και το βούλιαγμα της αποχαύνωσης.

ΑΝΤΙ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟΥ

Δεν ξέρω τη γνώμη του παππού αλλά τα βιβλία του όλα μπορούν να γίνουν ταινίες έτσι όπως είναι γεμάτα διαλόγους, ζωηρές περιγραφές κι απίστευτης ευκρίνειας εικόνες. Εύχομαι να μη συμβεί. Ακόμα κι αν δεν κατακρεουργηθούν, ακόμα κι μεταφερθούν έντιμα ή κι εμπνευσμένα, θα έχουν χάσει εκείνες τις αποχρώσεις που μόνο το γραπτό κείμενο αφήνει στα μάτια σου…

Τώρα αλήθεια, τελείωσα.

Νοέμβρης 2017, μια μέρα πριν τα γενέθλια του Ζοζέ Σαραμάγκου.

Α.Μ.