Ομάδα Βιβλιοθήκης & Αυτομόρφωσης


Εκδήλωση – Συζήτηση: Walter Benjamin

Με αφορμή την σχετικά πρόσφατη ανάγνωση μέρους του έργου του Walter Benjamin η ομάδα Αυτομόρφωσης και Δανειστικής Βιβλιοθήκης σας προσκαλεί στην ανοιχτή μας εκδήλωση.

 

Παρασκευή 23 Φεβρουαρίου

στις 20.30

στο

Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα

Ζ .  Πηγής  95-97 & Ισαύρων

Ομάδα Αυτομόρφωσης & Βιβλιοθήκης

 


Προβολή ταινίας: All the President’s Men (1976)

Στα πλαίσια της ενασχόλησης μας με το “Ομοιώματα και Προσομοίωση” του Jean Baudrillard θα προβάλουμε την ταινία

All the President’s Men (Alan J. Pakula).

Παρασκευή 5 Ιανουαρίου

στις 20.00

στο

Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα

Ζ .  Πηγής  95-97 & Ισαύρων

Ομάδα Αυτομόρφωσης & Βιβλιοθήκης

 

 


Kaboom #9 στο Πέρασμα

Με αφορμή την έκδοση του ένατου τεύχους του περιοδικού μας, που έχει ως κεντρικό άξονα τη σχέση γνώσης, αλήθειας και πολιτικής, συνδιοργανώνουμε μια συζήτηση με την Ομάδα αυτομόρφωσης και δανειστικής βιβλιοθήκης του αυτοδιαχειριζόμενου στεκιού Πέρασμα

 

 

 


Η ομάδα αυτομόρφωσης ξεκινά να διαβάζει Jean Baudrillard

Η ομάδα αυτομόρφωσης στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι πέρασμα συνεχίζει τη μελέτη των φαινομένων του ύστερου καπιταλισμού, των παραδόξων και των αδιεξόδων του, με το έργο του Jean Baudrillar Ομοιώματα και Προσομοίωση (Πλέθρον/ 2019).

 

Ξεκινάμε την ερχόμενη Τρίτη 28/11.

Η ομάδα είναι ανοιχτή σε όσες και όσους ενδιαφέρονται και οι συναντήσεις μας γίνονται κάθε Τρίτη στις 20.30 στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα (Ζ. Πηγής και Ισαύρων – Εξάρχεια).

Για επιπλέον επικοινωνία adva@espiv.net.

 

 


ΠΡΟΒΟΛΗ: BLUE COLLAR

Στα πλαίσια των τελευταίων αναγνωσμάτων/συζητήσεων της Ομάδας Αυτομόρφωσης και συγκεκριμένα με αφορμή το βιβλίο “Καπιταλιστικός Ρεαλισμός – Υπάρχει άραγε εναλλακτική” (2009) του Mark Fisher την Τρίτη 14/11/2023 στις 20.30 θα προβάλουμε την ταινία Blue Collar (Paul Schrader, 1978). Σας περιμένουμε στο Πέρασμα.


Εκδήλωση – Συζήτηση: Απαρχές του κράτους πρόνοιας: η περίπτωση του σουηδικού μοντέλου

«Σουηδία γίναμε!». Με αυτή την επωδό εκφράζεται συχνά ο θαυμασμός και η προσπάθεια αναμέτρησης με ένα πρότυπο θεσμικής οργάνωσης και κοινωνικής ζωής που παραμένει, για την Ελλάδα, διαρκώς άπιαστο: τη Σουηδία. Ταυτόχρονα, αυτή η συνθήκη φαίνεται να έχει μετατραπεί και σε κάποιου είδους εξαγώγιμο θεσμικό προϊόν, που φέρει το λογότυπο «σουηδικό μοντέλο», ή «σουηδικός τρόπος ζωής» και σε μια μόνιμη πολιτισμική προσταγή «να γίνουμε η Σουηδία του Νότου».

Η αναφορά αυτή κάθε άλλο παρά περιορίζεται σε κάποιο ιδιαίτερο μέρος του πολιτικού φάσματος. Όλοι και όλες έχουν ένα καλό λόγο να πουν για τη Σουηδία, μια αφορμή να ταυτιστούν μαζί της. Από τους φιλελεύθερους, στους αριστερούς, στους σοσιαλδημοκράτες και από τους κεντρώους μέχρι τους φεμινιστές και τους ριζοσπάστες, η σαγήνη για καθετί σουηδικό μοιάζει να μην γνωρίζει πολιτικά σύνορα.

Στην καρδιά αυτής της πολλαπλής κατάφασης βρίσκεται το μέγιστο επίτευγμα: το σουηδικό κράτος πρόνοιας. Αυτό δίνει την δυνατότητα στο σουηδικό κράτος να ασκεί κοινωνικές πολιτικές-αντικείμενο πόθου και ζήλειας για πολλούς, να μειώνει τις ανισότητες, να διατηρεί την εργασιακή ασφάλεια ταυτόχρονα με την υψηλή ανάπτυξη, να παρέχει γενναιόδωρα κρατικές υπηρεσίες σε όλους, να διασφαλίζει την κοινωνική τάξη εγγυώμενο την ατομική ελευθερία.

Για να κατανοήσουμε, λοιπόν, την έλξη για τον «σουηδικό τρόπο», πρέπει πρώτα να κατανοήσουμε τους τρόπους ύπαρξης του σουηδικού κράτους πρόνοιας. Αλλά για να κατανοήσουμε το σουηδικό κράτος πρόνοιας πρέπει να εστιάσουμε στην πολύπλοκη ιστορική του διαδρομή. Αυτό ακριβώς επιχειρεί η παρούσα εισήγηση, ακολουθώντας τα διάσπαρτα ιστορικά του νήματα, από τις αρχές του 20ου αιώνα έως τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες.

Και μέσα από αυτή την ιστορία αναδεικνύονται πολλές άλλες ιστορίες για τη ζωή και τα έργα του ζηλευτού σουηδικού επιτεύγματος, που συνήθως μένουν ανείπωτες, καθώς τα λαμπερά επιτεύγματα τις επισκιάζουν. Κάποιες από τις σκοτεινές πλευρές της Ιστορίας του σουηδικού κράτους πρόνοιας έρχονται, μέσα από την εισήγηση, στο φως, μαζί με τις αρνητικές επιπτώσεις των ίδιων των θετικών παρεμβάσεων της.

Η παράδοξη συνύπαρξη των θετικών πλευρών μαζί με τις αρνητικές, των σκοτεινών όψεων μαζί με τις προοδευτικές, επιλύεται, συνήθως, αφενός μέσω της έμφασης στη συγκρουσιακότητα της κοινωνικής ζωής και αφετέρου μέσω της αποδοχής της αντιφατικότητας όλων των πραγμάτων, πόσο μάλλον των σουηδικών προνοιακών πολιτικών.

Ωστόσο, η παραδοξότητα αυτή, ίσως μπορεί να ερμηνευθεί με ένα διαφορετικό τρόπο, πέρα από την απλή αποδοχή των αναπόφευκτων συγκρούσεων και αντιφάσεων της ζωής. Μια τέτοια προσέγγιση θα επιχειρήσει και η εισήγηση, καθώς θα διερευνήσει τους βαθμούς του ενιαίου και αδιαίρετου χαρακτήρα των πολιτικών του σουηδικού κράτους πρόνοιας.

Παρασκευή 8/9/23

20:30

Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα

Ζωοδόχου Πηγής & Ισαύρων

Ομάδα Αυτομόρφωσης * Αυτοδιαχειριζόμενη Δανειστική Βιβλιοθήκη

 


Η ομάδα αυτομόρφωσης ξεκινά να διαβάζει Mark Fisher

Έχοντας ολοκληρώσει την ανάγνωση σημαντικών στοχαστών της σχολής της Φρανκφούρτης (Μαρκούζε, Μπενγιαμιν, Αντόρνο) και δίνοντας έμφαση στην κριτικής της στην πολιτισμική βιομηχανία, η ομάδα αυτομόρφωσης στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Πέρασμα συνεχίζει το ταξίδι της με μια στάση στην πολιτισμική κριτική του Mark Fisher.

Συγκεκριμένα, θα εστιάσουμε στον ιδιαίτερο στοχασμό του πάνω σε όψεις της σύγχρονης κουλτούρας, όπως αυτός αποτυπώνεται στο πρόσφατα εκδοθέν στα ελληνικά έργο του Το Αλλόκοτο και το Απόκοσμο.

Ξεκινάμε την ερχόμενη Τρίτη 27/6.

Η ομάδα είναι ανοιχτή σε όσες και όσους ενδιαφέρονται και οι συναντήσεις μας γίνονται κάθε Τρίτη στις 20.30 στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα (Ζ. Πηγής και Ισαύρων – Εξάρχεια).

Για επιπλέον επικοινωνία adva@espiv.net.

 


Η ομάδα αυτομόρφωσης ξεκινά να διαβάζει Theodor Adorno

H ομάδα Αυτομόρφωσης & Βιβλιοθήκης συνεχίζει το ταξίδι της με μια ακόμη στάση στη Γερμανία και στη σχολή της Φρανκφούρτης. Αυτή τη φορά θα μας απασχολήσει το έργο του Theodor W. Adorno.

Ξεκινάμε με το “ΣΥΝΟΨΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ” από αυτή την Τρίτη 21/2/2023.

 

Η ομάδα είναι ανοιχτή σε όσες και όσους ενδιαφέρονται και οι συναντήσεις μας γίνονται κάθε Τρίτη στις 20.30 στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα (Ζ. Πηγής και Ισαύρων – Εξάρχεια).

Για επιπλέον επικοινωνία adva@espiv.net.

 

 

 

 


Εισηγήσεις από την παρουσίαση του βιβλίου “Επιτάχυνση και Αλλοτρίωση” του Rosa Hartmut

Στις 11/11/22 πραγματοποιήθηκε από την ομάδα αυτομόρφωσης η παρουσίαση του βιβλίου του Rosa Hartmut “Επιτάχυνση και Αλλοτρίωση. Για μια Κριτική Θεωρία της Χρονικότητας στην Ύστερη Νεωτερικότητα ” των εκδόσεων Πλήθος (2021).

 

Ακολουθούν οι τρεις εισηγήσεις που άνοιξαν την εκδήλωση και έδωσαν τον τόνο για την συζήτηση που ακολούθησε.

Η πρώτη εξετάζει το ζήτημα της επιτάχυνσης στις ποικίλες διαστάσεις του. Η δεύτερη καταπιάνεται με την σημασία της αλλοτρίωσης και την σχέση της με το χρονικό καθεστώς που επικρατεί στην ύστερη νεωτερικότητα, ενώ η τρίτη συζητά την έννοια του συντονισμού, που αν και δεν αποτελεί το κύριο αντικείμενο του παρόντος βιβλίου, συνιστά, ωστόσο, κεντρικό σημείο αναφοράς  στο μετέπειτα έργο του συγγραφέα.

Τις εισηγήσεις έκαναν ο Γιώργος, ο Στέλιος και η Θάλεια αντίστοιχα.

 

1. Μια εγχείρηση πάνω στην επιτάχυνση και τα όργανά της

Ο μετα-μαρξισμός πιστεύει ότι ο καπιταλισμός θα ξεπεραστεί μέσω μιας παραγωγικής διαδικασίας αντί μέσω μιας ευθείας αντιστασιακής επίθεσης. Η επιτάχυνση εδώ δίνει την απάντηση στην αντίσταση.

Διαλεκτικά αυτό εκφράζεται από το Aufhebung, όπου το tollere είναι η διάλυση της αρχικής θέσης, το conservare είναι η διαδικασία της σύνθεσης των θέσεων, και το elevare είναι η νέα θέση. Ο σοσιαλισμός και ο κομμουνισμός είναι ριζικά βιομηχανικοί και προοδευτικοί μηχανισμοί, σαν εξυψωμένοι μηχανισμοί του ομοίου τους τον καπιταλισμό.

Η επιτάχυνση όμως δεν παύει να έχει τις προβληματικές της. Με την επιτάχυνση έρχεται και η αλλοτρίωση, και όπως διαπιστώνει και ο Deleuze, η επιτάχυνση μπορεί να οδηγήσει τον καπιταλισμό να απεδαφικοποιεί τις παραγωγές με τον ίδιο ρυθμό που τις επανεδαφικοποιεί. Την ίδια ανησυχία εκφράζει και ο Mark Fisher στο Capitalist Realism.

Εδώ ο Hartmut Rosa μάς παρουσιάζει την επιτάχυνση με έναν διαυγή κοινωνιολογικά τρόπο, με τον οποίο σίγουρα μπορούμε να ταυτιστούμε…

Ας ορίσουμε αρχικά την κοινωνική επιτάχυνση και τη σχέση της με τη νεωτερικότητα

Σύμφωνα με τους κλασικούς κοινωνιολογικούς ορισμούς, η νεωτερικότητα είναι ταχύτητα. Ο Marx και ο Engels αναφέρουν ότι καθετί στερεό λιώνει και εξανεμίζεται. Ο Simmel παρατηρεί πως τα κεντρικά χαρακτηριστικά της μητροπολιτικής ζωής είναι η αύξηση των νευρικών ερεθισμάτων και η ταχύτητα της εναλλαγής των κοινωνικών εμπειριών. Ο Durkheim ορίζει την ανομία ως την πιθανή συνέπεια κοινωνικών μεταβολών που διαδραματίζονται τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνουμε να δημιουργήσουμε υποστηρικτικές δομές ηθικής και αλληλεγγύης. Και τέλος ο Weber μάς περιγράφει τη προτεσταντική ηθική ως μια αυστηρή χρονική πειθαρχία που θεωρεί τη σπατάλη χρόνου την πιο θανατηφόρα όλων των αμαρτιών.

Ο Rosa προσεγγίζει τον ορισμό της επιτάχυνσης μεθοδικά και στο βιβλίο μάς δίνει 3 μορφές επιτάχυνσης, που  αποτελούν και τα συστατικά της:

1. Τεχνολογική επιτάχυνση: Επιτάχυνση της μεταφοράς, της επικοινωνίας, της παραγωγής αλλά και των μορφών διοίκησης και οργάνωσης. Αυτές μετασχηματίζουν ολοκληρωτικά το χωροχρονικό καθεστώς. Ο χώρος συρρικνώνεται από τον χρόνο, παραδείγματος χάρη η σύντομη διάρκεια μετακίνησης είναι σαν να αναιρεί το χωρικό ταξίδι. Οι χώροι τείνουν προς τους μη τόπους, τους τόπους χωρίς ταυτότητα ή σχέσεις. Είναι ένα στοιχείο το οποίο ο συγγραφέας αναλύει περισσότερο παρακάτω, αλλά ας κρατήσουμε προς το παρόν το τεχνολογικό συστατικό της επιτάχυνσης. Με μια φράση, πρόκειται για την αύξηση του παραγόμενου προϊόντος.

2. Κοινωνική επιτάχυνση: Εδώ ο Rosa σκέφτεται την ιστορική πρόοδο της σύστασης της οικογένειας και της εργασίας. Ένα παράδειγμα που μας δίνει είναι ο τρόπος που στις παραδοσιακές κοινωνίες τα ζευγάρια παρέμεναν σταθερά και τα παιδιά κληρονομούσαν το επάγγελμα των γονέων τους. Στον αντίποδα, στην ύστερη νεωτερικότητα παρατηρούμε τον εφήμερο χαρακτήρα των σχέσεων, επαγγελματικών και άλλων, αλλά και τη δυνατότητα να χωρίζει κάνεις και να ξαναπαντρεύεται πολλές φορές μέσα στη ζωή του.

Πρόκειται για τη συστολή του παρόντος, για τη γρηγορότερη εξάτμιση του παρελθόντος και της μελλοντικής προσδοκίας. Οι κοινωνικοί θεσμοί και οι πρακτικές επαναπροσδιορίζονται ταχύτερα.

3. Επιτάχυνση του ρυθμού της ζωής: ο Rosa αναφέρεται στην αύξηση του ρυθμού και όχι της ταχύτητας. Αυτή η αύξηση γεννά την αίσθηση του επείγοντος. Κάνουμε περισσότερα πράγματα σε λιγότερο χρόνο και ο χρόνος που χρειάζεται να κάνουμε αυτά τα πράγματα όλο και μειώνεται. Ως παράδειγμα μπορούμε να σκεφτούμε το multitasking: στο διάλειμμα 10 λεπτών θα πας και τουαλέτα και θα φας και θα καπνίσεις ή, αν δεν τα προλαβαίνεις όλα αυτά, μπορείς να βιώσεις μια πολλαπλότητα εμπειριών ονλάιν, βλέποντας το τι συμβαίνει, σκρολάροντας επ’ άπειρον, τσεκάροντας συνταγές μαγειρικής, αστεία, τοποθεσίες φίλων, καταστροφών και τα λοιπά. Ο στοχαστής μάς περιγράφει ένα σχήμα όπου ενώ η τεχνολογία επιταχύνεται, η τάση για συνεχή ανάπτυξη επιταχύνεται ακόμα περισσότερο, οπότε παρά τα επιτεύγματα και τα εργαλεία η ανάγκη για παραγωγή επισκιάζει τις τεχνικές διευκολύνσεις.

Τι ωθεί όμως στην επιτάχυνση εξαρχής; Ποιες είναι οι κινητήριες δυνάμεις επιτάχυνσης:

1. Ανταγωνισμός: στις νεωτερικές συνθήκες, η κατανομή των πόρων δεν είναι προκαθορισμένη και πρέπει να πολεμήσεις για το μερίδιό σου ώστε να εξασφαλίσεις τη θέση σου στην ιεραρχία.

2. Πολιτισμικές δυνάμεις: η επιτάχυνση είναι το κοσμικό ισοδύναμο της θρησκευτικής υπόσχεσης για αιώνια ζωή. Η εκπληρωμένη ζωή στη νεωτερικότητα απαρτίζεται από τις επιτυχίες στην εγκόσμια ζωή, οπότε η πολιτισμική λογική επιταχύνει τον χρόνο για βιώσουμε παραπάνω εμπειρίες. Στο τέλος αυτής της πορείας, η υπόσχεση ευδαιμονίας της νεωτερικής επιτάχυνσης είναι η αθανασία… που φυσικά δεν μπορεί να πραγματωθεί.

  1. Ο κύκλος της επιτάχυνσης: η τεχνολογική επιτάχυνση δίνει ώθηση στην επιτάχυνση της κοινωνικής μεταβολής, η οποία επιταχύνει τον ρυθμό ζωής. Ο ρυθμός ζωής έχει ανάγκη για περαιτέρω τεχνολογική επιτάχυνση, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο όπου ενισχύεται ο αντίλαλος της κάθε επιτάχυνσης.

Στην αντίθετη πλευρά της επιτάχυνσης συναντάμε και φαινόμενα κοινωνικής επιβράδυνσης, τα οποία ο Rosa χωρίζει σε πέντε κατηγορίες.

Α. Φυσικά όρια ταχύτητας: οι γνωστικές, φυσιολογικές και βιολογικές σταθερές, τα όρια της φυσιολογίας μας και της αντίληψής μας, αλλά και τα συμπαντικά όρια της ύλης. Όπως π.χ. η τροχιά ενός πλανήτη, που δεν μπορεί να επιταχυνθεί, ή το ότι τα τσιπάκια στους επεξεργαστές των υπολογιστών φτάνουν σε ένα επίπεδο, μετά το οποίο καθίσταται αδύνατο να χωρέσουν παραπάνω δεδομένα στο συγκεκριμένο είδος της τεχνολογίας.

Β. Οάσεις επιβράδυνσης: απομονωμένες κοινωνίες που δεν είναι κομμάτι της νεωτερικότητας. Παρότι όμως είναι απομακρυσμένες από τα στοιχεία της νεωτερικότητας, δεν είναι αναλλοίωτες, και όσο περνάει ο καιρός, είναι όλο και δυσκολότερο να μείνουν ακέραιες (π.χ. Amish, φυλές Αμαζονίου, αναρχικές κομούνες).

Γ. Δυσλειτουργική συνέπεια της κοινωνικής επιτάχυνσης (backfire-μπούμερανγκ): γίνεται κατανοητή μέσα από παραδείγματα όπως η καθυστέρηση της συγκοινωνίας λόγω των πολλών, γρήγορων αμαξιών που είναι κολλημένα σε ένα σημείο ή η αύξηση των ανθρώπων που έχουν κατάθλιψη, επειδή δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στους γρήγορους ρυθμούς ή η αύξηση της ανεργίας λόγω αδυναμίας συντονισμού με τον ρυθμό αλλαγής της αγοράς εργασίας. Τέλος, σε ένα μελλοντικό δυστοπικό σενάριο, οι πόλεμοι με ξύλα και πέτρες ως αποτέλεσμα της καταστροφής από πυρηνική βόμβα.

Δ. Εκούσια επιβράδυνση, η οποία χωρίζεται σε δύο κατηγορίες:

Ι. Λειτουργική επιταχυντική επιβράδυνση: αναπαύσεις που συγκροτούν το επιταχυντικό αντικείμενο. Για παράδειγμα, οι διακοπές που καταλήγουν να δίνουν τη δύναμη στον εργαζόμενο/μαθητή να έχει καλύτερη παραγωγικότητα. Ή οι έρευνες που έχουν δείξει ότι για να αποφύγουμε το burnout πρέπει να υπάρχουν πιο συχνές αναπαύσεις, κάτι το οποίο εντέλει είναι λειτουργικό για την επιτάχυνση. Ή, τέλος, στην περίοδο της πανδημίας του Covid, όλα σταμάτησαν για μια στιγμή και, όταν αφαιρέθηκαν οι περιορισμοί, η παραγωγή εκτινάχθηκε.

ΙΙ. Ιδεολογική αντιπολιτευτική επιβράδυνση: εδώ εντάσσονται τα φονταμενταλιστικά κινήματα με αντινεωτερικά χαρακτηριστικά. Ευρύτερα, συμπεριλαμβάνει όλες οι ιδεολογικές προσπάθειες που αντιτίθενται στην επιτάχυνση και τον καπιταλισμό, το ριζικό έλλειμμα των οποίων είναι ότι δεν έχουν την ίδια θεσμική εδραίωση με αυτή της νεωτερικότητας (νόμος, δημοκρατία, βιομηχανικό καθεστώς εργασίας, οικογένεια, ανάγνωση ιστορίας κ.λπ.).

Ο Rosa μάλιστα παρατηρεί πως ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και η νεωτερική επιτάχυνση, αν αφεθούν στους όρους του ίδιου τους του παιχνιδιού θα καταστραφούν. Μέσω αυτών των επιβραδύνσεων, λοιπόν, ίσως η ιδεολογική αντίδραση να δρα κατά κάποιον τρόπο λειτουργικά ως προς το σύστημα, να συντηρεί την επιτάχυνση. Το βάρος της ίδιας επιτάχυνσης είναι πολύ πιο απειλητικό για την επιτάχυνση απ’ ό,τι η ιδεολογική επιβράδυνση.

Ε. Δομική και πολιτισμική αδράνεια: περιγράφεται με την κλιμάκωση των δυνάμεων της επιτάχυνσης που οδηγούν σε μια αναπόφευκτη κατάσταση αδράνειας, σε ένα τέλμα. Ακολουθώντας τις αναλύσεις του Paul Virilio περί μαινόμενης αδράνειας, ο Rosa σημειώνει ότι, στη σημερινή κοινωνία τα πάντα φαίνονται να κινούνται διαρκώς, αλλά τίποτα να μην αλλάζει ουσιαστικά. Τρέχουμε πάνω-κάτω, αλλά δεν μπορούμε να φανταστούμε ένα μέλλον. Η πραγματική αλλαγή δεν είναι πλέον εφικτή, φτάνουμε σε ένα ιστορικό τέλος, η κοινωνία της νεωτερικότητας κλίνει προς τον αφανισμό.

Γιατί επικρατεί η επιτάχυνση και όχι επιβράδυνση;

Κατά τον Rosa, οι κατηγορίες επιβράδυνσης που είδαμε παραπάνω εξαντλούν τα φαινόμενα των διαθέσιμων εναλλακτικών και καμία κατηγορία δεν συνιστά γνήσιο και δομικά ισοδύναμο αντίπαλο της ροπής προς την επιτάχυνση.

Το α και το β είναι απλά όρια, το γ και το δ είναι αντιδράσεις. Μέχρι στιγμής, η αντίσταση στη νεωτερικότητα αποδείχθηκε μάταιη. Τη μόνη βάση στο επιχείρημα της επιβράδυνσης παρέχει το ε: η αποτελμάτωση της κοινωνίας είναι εγγενές χαρακτηριστικό της επιτάχυνσης.

Εδώ εντοπίζουμε μια ριζική διαφορά μεταξύ της κλασικής νεωτερικότητας, η οποία χαρακτηρίζεται από αίσθηση προόδου και σταθερής κατεύθυνσης και της ύστερης νεωτερικότητας, που χαρακτηρίζεται από μια φρενήρη επεισοδιακή κίνηση χωρίς στόχο.

Το να βρισκόμαστε σε ένα μεταίχμιο μιας θεμελιώδους αδράνειας υψηλής ταχύτητας φαντάζει νοσηρό για τον πολιτισμό και τους ανθρώπους. Σαν να πηγαίνουμε ορμητικά προς το τίποτα, για πάντα. Συνεχής αλλαγή χωρίς εξέλιξη σημαίνει αδράνεια. Η συλλογική και πολιτισμική αντίληψη του χρόνου ορίζεται, έτσι, από το αναμενόμενο τέλος της ιστορίας.

Γιατί έχει σημασία όλο αυτό;

Επειδή η επιτάχυνση μετασχηματίζει τη σχέση του ανθρώπου με τον κόσμο κοινωνικά, χρονικά, χωρικά, με τη φύση και τα αντικείμενα. Μετασχηματίζει την υποκειμενικότητά μας.

Ο χώρος χάνει την αρχική του σημασία: η συναισθηματική εγγύτητα με άτομα χιλιόμετρα μακριά μπορεί να είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι με έναν γείτονα, οι τόποι εργασίας αλλάζουν καθεστώς και μπορούν να σχεδιάζονται με βάση δευτερεύουσες ποιότητες, όπως οι οικολογικές ή αισθητικές διαστάσεις τους.

Η έννοια της ταυτότητας δεν παραμένει σταθερή κατά την τροχιά της ζωής, καθώς βιώνουμε συνεχώς κοινωνικές αλλαγές εντός του χρονικού ορίου της ζωής μας και καλούμαστε να υιοθετήσουμε νέες μορφές μιας ευέλικτης, περιστασιακής ταυτότητας, εν τέλει ευκαιριακής.

Η αύξηση της ταχύτητας παραγωγής έχει αλλάξει τη σχέση μας με το υλικό περιβάλλον. Σε αντίθεση με την κλασική νεωτερική εποχή, πετάμε τα αντικείμενα πριν χαλάσουν και δεν τα μετασκευάζουμε ούτε τα επισκευάζουμε όταν χαλάσουν. Η υλική κατανάλωση έχει αντικατασταθεί από την ηθική κατανάλωση. Οι ρυθμοί καινοτομίας αυξάνονται και τα υλικά ξεπερνιούνται πριν προλάβουν να φθαρούν.

Αλλάζει επίσης η αίσθησή μας για την ιστορία. H ιστορία της προόδου (κλασική νεωτερικότητα), στην ύστερη νεωτερικότητα, γίνεται μια ιστορία χωρίς προσανατολισμό, σπασμωδική και αβέβαιη. Αυτό ισχύει και για την πολιτική ιστορία: ενώ είχαμε μια προοδευτική προσδοκία εκδημοκρατισμού και εξάλειψης των οπισθοδρομικών πρακτικών, φαίνεται πως διάφορες προνεωτερικές πρακτικές συνεχίζουν και θα συνεχίσουν να εμφανίζονται, όπως λόγου χάρη οι ημιαυταρχικές κυβερνήσεις, τα ηθικά κοινωνικά διλήμματα και οι εγκληματικές πρακτικές.

Τέλος, ο Rosa θέτει το ερώτημα γιατί η επιτάχυνση μπορεί να θεωρηθεί μορφή ολοκληρωτισμού.

Η απάντησή του είναι ότι αυτό μπορεί να υποστηριχθεί επειδή η επιτάχυνση:

α. επηρεάζει τη βούληση των υποκειμένων.

β. είναι αναπόφευκτη, με την έννοια ότι όλα τα υποκείμενα επηρεάζονται από αυτήν.

γ. εισβάλλει παντού στον τρόπο ζωής και σκέψης και είναι δύσκολο ή αδύνατο να κάνεις κριτική και να την καταπολεμήσεις.

Ο συγγραφέας σημειώνει ότι, παρότι κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι αυτά τα τρία κριτήρια δεν πληρούνται εντελώς, το ίδιο ισχύει και για τα κλασικά ολοκληρωτικά καθεστώτα. Ορισμένες δικτατορίες δεν είναι τόσο κατακλυσμικές, γιατί δεν ηγεμονεύουν ολοκληρωτικά, παραμένουν ωστόσο δικτατορίες.

~

Κλείνοντας, θα λέγαμε ότι η τρομακτική ταχύτητα των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων στην ύστερη νεωτερικότητα απειλεί να υπονομεύσει τη δυνατότητα αυτοαναπαραγωγής της σύγχρονης κοινωνίας. Μάλιστα, μια καινούργια κοινωνική τάξη αναδύεται, που δεν μπορεί καν να μπει στον αγώνα της επιτάχυνσης: το πρεκαριάτο.

Υπάρχει μια διαλεκτική σχέση μεταξύ του ηθικοπολιτικού προτάγματος της νεωτερικότητας και της υπόσχεσης του Διαφωτισμού για αυτοκυβέρνηση, από τη μία μεριά, και της διαδικασίας της επιτάχυνσης, από την άλλη. Αυτές οι δυνάμεις συνθέτουν την εκσυγχρονιστική διαδικασία της κοινωνικής επιτάχυνσης, που βαραίνει τα ίδια τα θεμέλια της κοινωνίας. Συμπερασματικά, φαίνεται πως, για τον Rosa, η επιτάχυνση φέρει μια αξιοσημείωτη δυναμική αλλοτρίωσης.

 

2. Η τριπλή κριτική του Hartmut Rosa στην κοινωνική επιτάχυνση και η επανερμηνεία της έννοιας της αλλοτρίωσης

Έως τώρα, αναδείξαμε το αναλυτικό σχήμα που αναπτύσσει ο Rosa, ώστε να εξετάσει, υπό μια νέα οπτική –αυτή του χρόνου–, τη διαδικασία της νεωτερικότητας. Ποιο είναι, όμως, το βασικό ερώτημα που τον κινητοποιεί; Στην πραγματικότητα αυτό που ενδιαφέρει και κινητοποιεί τον Rosa είναι το «Τι συνιστά μια καλή ζωή;». Καθώς όμως είναι πολύ δύσκολο να απαντηθεί ένα τέτοιο ερώτημα, επιχειρεί να ξεκινήσει ανάποδα. Το αντιστρέφει, δηλαδή, και αναζητά: «Τι ΔΕΝ συνιστά μια καλή ζωή; Και γιατί δεν την βρίσκουμε;». Ποιες συνθήκες μάς εμποδίζουν από το να έχουμε μια καλή ζωή;

Αναζητά τις συγκεκριμένες συνθήκες ώστε να τους ασκήσει κριτική. Κατά βάση επικεντρώνεται στο βίωμα των υποκειμένων σε συνθήκες κοινωνικής επιτάχυνσης. Στο βίωμα αυτής της όχι καλής ζωής. Θεωρεί πως η κοινωνική επιτάχυνση στη σημερινή της μορφή οδηγεί σε βαθιές και εμπειρικά παρατηρήσιμες μορφές κοινωνικής αλλοτρίωσης, οι οποίες μπορούν να ιδωθούν ως το κύριο εμπόδιο για την υλοποίηση μιας «καλής ζωής». Έτσι, ένα κύριο εννοιολογικό εργαλείο που χρησιμοποιεί είναι η έννοια της αλλοτρίωσης. Προσπαθεί, λοιπόν, να επαναφέρει αυτή την πολύπαθη έννοια και κατά κάποιον τρόπο να την αναζωογονήσει και να τη διορθώσει από τις ουσιοκρατικές της καταβολές. Πέραν της εστίασης στην αλλοτρίωση ο Rosa αναπτύσσει δύο ακόμα κριτικές: μία κανονιστική (όπου συζητά το πώς η επιτάχυνση στρέφεται ενάντια στα διαφωτιστικά προτάγματα περί αυτονομίας και αναστοχασμού) και μία λειτουργιστική (όπου συζητά τις εγγενείς αντιφάσεις που προκαλεί η επιτάχυνση στο σύστημα). Αλλά ας τα πάρουμε ένα-ένα. Θα ξεκινήσουμε με αντίστροφη σειρά, ώστε να φτάσουμε στο τέλος στην αλλοτρίωση, στην οποία δίνει και την μεγαλύτερη έμφαση.

Ξεκινάμε, λοιπόν, με τη λειτουργιστική κριτική. Εδώ ο Rosa αναδεικνύει εγγενείς αντιφάσεις που θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία και αναπαραγωγή της κοινωνίας. Εντοπίζει, δηλαδή, ορισμένους αποσυγχρονισμούς οι οποίοι καθίστανται δυσλειτουργικοί για την κοινωνία. Τι εννοούμε όταν λέμε αποσυγχρονισμούς; Ότι μεταξύ διαφορετικών πεδίων επικρατούν διαφορετικά χρονικά μοτίβα. Ας πούμε, ότι κάτι επιταχύνεται ενώ κάτι άλλο επιβραδύνεται ή ότι δεν επιταχύνεται με τον ίδιο ρυθμό. Με αποτέλεσμα να αναπτύσσονται κοινωνικές παθολογίες και δυσλειτουργίες. Τέτοιες αντιφάσεις εντοπίζονται σε αρκετά πεδία. Για παράδειγμα:

  • Η επιτάχυνση της κοινωνίας επιβαρύνει συστηματικά τη φύση και οδηγεί σε εξάντληση των φυσικών πόρων.
  • Η χρονική υπερφόρτωση της καθημερινότητας επιφέρει αύξηση περιστατικών κατάθλιψης ή burn-out (δηλαδή ατομική επιβράδυνση)
  • Οι χρηματιστηριακές συναλλαγές επιταχύνονται ενώ η πραγματική οικονομία διέπεται από όρια στο πόσο γρήγορα μπορεί να παραχθεί ή να καταναλωθεί ένα αγαθό (π.χ. κρίση 2008)
  • Ένας άλλος αποσυγχρονισμός εντοπίζεται στη μανία για αδιάκοπη καινοτομία, η οποία υπονομεύει τις δυνατότητες για ουσιαστική καινοτομία. Αυτό θεμελιώνεται στο γεγονός ότι η δημιουργικότητα και η καινοτομία προϋποθέτουν συνθήκες ελεύθερου χρόνου για παιχνίδι, βαρεμάρα, ακόμη και αδράνεια, ώστε η δημιουργικότητα να ανθίσει. Συνθήκες, δηλαδή, που σήμερα εκλείπουν.

Ωστόσο, ο Rosa δεν αναπτύσσει απλά αυτό το είδος κριτικής. Δεν λέει απλώς ότι η κοινωνία δυσλειτουργεί και άρα οφείλουμε να τη βελτιώσουμε γιατί αλλιώς τίθεται σε κίνδυνο η αναπαραγωγή της. Αν έκανε μόνο αυτό, τότε δικαίως θα τον κατατάσσαμε στους συντηρητικούς στοχαστές, οι οποίοι αποκλείουν την προοπτική μιας επαναστατικής ρήξης και αλλαγής. Αντιθέτως, η κριτική του Rosa υποκινείται και από κανονιστικούς προβληματισμούς. Από προβληματισμούς, δηλαδή, οι οποίοι εστιάζουν στο ότι μια συγκεκριμένη μορφή ζωής ή κοινωνικής οργάνωσης δεν είναι καλή υπό το πρίσμα κάποιων αξιών που εμείς θέτουμε.

Έτσι, φτάνουμε στη δεύτερη κριτική η οποία εστιάζει στο πώς η κοινωνική επιτάχυνση παραβιάζει την υπόσχεση της νεωτερικότητας για αναστοχασμό και αυτονομία.

Στο σημείο αυτό ο Rosa εκκινεί από ορισμένες παρατηρήσεις. Παρατηρεί ότι οι σύγχρονες κοινωνίες είναι τόσο πολύπλοκες και αλληλοεξαρτώμενες στον βαθμό που θα περίμενε κανείς η κοινωνική ζωή και η ατομική συμπεριφορά να είναι στενά ρυθμιζόμενες και ελεγχόμενες – έτσι ώστε αυτή η αλληλεξάρτηση να είναι εφικτή και βιώσιμη. Ωστόσο, δεν συναντάμε κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι νιώθουν σε πρωτόγνωρο βαθμό ελεύθεροι να επιλέξουν τις αξίες και τα πιστεύω τους, τη σταδιοδρομία ή τα γούστα τους. Εύλογα, λοιπόν, αναρωτιέται κανείς πως μπορούμε να είμαστε εντελώς ελεύθεροι και ταυτόχρονα συντονισμένοι, ρυθμισμένοι και συγχρονισμένοι. Με τρόπο μάλιστα που να ισχύουν και τα δύο σε πρωτόγνωρο βαθμό.

Στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει είναι πως κυριαρχεί πάνω μας μια ολοένα μεγεθυνόμενη λίστα κοινωνικών απαιτήσεων. Ας σκεφτούμε εδώ σε πόσα deadlines και κάθε είδους προθεσμίες έχουμε να ανταποκριθούμε καθημερινά ή πόσες από τις πράξεις μας δικαιολογούνται από τη ρητορική του «πρέπει». Συνέχεια, δηλαδή, βιώνουμε μια εξωτερική απαίτηση: να πάω στη δουλειά, να συμπληρώσω τη φορολογική δήλωση στην ώρα της, να προσέξω τη φυσική μου κατάσταση. Όπως λέει ο Rosa, υποκείμεθα σε ετερογενείς πιέσεις που δεν μπορούμε να ελέγξουμε «σε βαθμό που δε γνώρισε καμία άλλη κοινωνία».

Και ενώ όλες αυτές νόρμες είναι σαφώς κοινωνικά κατασκευασμένες, εμφανίζονται σε εμάς ως σκληρά δεδομένα. Ως νόμοι της φύσης, που δεν μπορούν να τεθούν υπό αμφισβήτηση ή συζήτηση. Έτσι, αποπολιτικοποιούνται και δεν υπάρχει καμία αντιπαράθεση σχετικά με την ισχύ των επιταγών της ταχύτητας.

Ως αποτέλεσμα, παράγεται ένα υποκείμενο ενοχικό διότι πάντα μένει πίσω και δεν προλαβαίνει να ανταποκριθεί. Ακόμη και οι θρησκείες, λέει ο Rosa, φόρτωναν τον άνθρωπο με ένα σωρό ενοχές, αλλά τουλάχιστον του προσέφεραν μια ελπίδα ανακούφισης, έστω και μεταθανάτια. Η ύστερη νεωτερικότητα δεν προσφέρει απολύτως τίποτα: για κάθε ανεπάρκεια, αργοπορία ή ολιγωρία πρέπει να πληρώσουμε το τίμημα.

Εδώ, λοιπόν, είναι που παραβιάζονται κατά τον Rosa οι υποσχέσεις της νεωτερικότητας για αυτονομία και αναστοχασμό. Αυτό συμβαίνει μέσω της ρητορικής του «πρέπει» και της φυσικοποίησης των χρονικών μοτίβων, που οδηγούν σε αδυναμία αυτόνομης δράσης και άσκησης κριτικής.

Ας ρίξουμε όμως λίγο περισσότερο φως στη διαλεκτική σχέση αυτονομίας και κοινωνικής επιτάχυνσης. Για τον Rosa, η ιδέα της αυτονομίας έχει νόημα μόνο σε μια κοινωνία της επιτάχυνσης. Χρειάστηκε, δηλαδή, να φύγουμε από τις παραδοσιακές κοινωνίες και να ξεκινήσει η κοινωνική διεργασία του εκσυγχρονισμού, ώστε να έχει νόημα ο ατομικός αυτοπροσδιορισμός. Είναι η αύξηση της κινητικής ενέργειας της κοινωνίας και η δυνατότητα της κοινωνικής μεταβολής, οι οποίες επιτρέπουν στα υποκείμενα να μη μένουν υποταγμένα σε συγκεκριμένες τάξεις και στρώματα, σε πολιτικές και θρησκευτικές εξουσίες. Έτσι, αρχικά η διαδικασία της επιτάχυνσης και το πρόγραμμα της αυτονομίας και της αυτοδιάθεσης ήταν αμοιβαία υποστηριζόμενες. Φυσικά, ο Rosa αναγνωρίζει ρητά πως σε συνθήκες καπιταλισμού, όπου οι εργασιακές συνθήκες είναι ετερόνομες, δεν μπορεί να υπάρξει πραγματική αυτονομία. Υπήρχε, ωστόσο, η υπόσχεση πως ο καπιταλισμός θα δημιουργήσει κατάλληλες συνθήκες, ώστε η ζωή του καθενός να είναι αποτέλεσμα των σχεδίων του.

Πλέον, για τον Rosa, αυτή η υπόσχεση έχει χάσει την αξιοπιστία της. Η κυριαρχία της λογικής του ανταγωνισμού δεν επιτρέπει την αυτόνομη εκπλήρωση των ονείρων, των επιθυμιών και των σχεδίων ζωής, αλλά τα υποτάσσει στη μηχανική του ανταγωνισμού. Οι δυνάμεις της επιτάχυνσης έπαψαν να βιώνονται ως ένα απελευθερωτικό μέγεθος και εξελίχθηκαν σε μια πίεση που μας υποδουλώνει. Η υπόσχεση μετετράπη σε στυγνή αναγκαιότητα. (Εδώ βλέπουμε πως το επιχείρημα μοιάζει με αυτό των Adorno-Horkheimer στην Διαλεκτική του Διαφωτισμού.)

Μάλιστα, η ίδια ακριβώς αντίφαση διέπει και τη συλλογική αυτονομία. Η πολιτική στην ύστερη νεωτερικότητα έπαψε να λειτουργεί ως κάτι που ρυθμίζει τις κοινωνικές συνθήκες και έχει υποταχθεί πλήρως στις επιταγές της οικονομικής αναγκαιότητας. Στην ανάγκη, δηλαδή, για ανταγωνιστικότητα.

Έτσι, ενώ η κοινωνική επιτάχυνση αρχικά έθεσε σε κίνηση τεράστιες ποσότητες ατομικής και κοινωνικής ενέργειας, κατέληξε να τις απορροφήσει πλήρως επιφέροντας ολική ετερονομία.

Και κάπου εδώ φτάνουμε στην τρίτη κριτική του Rosa, για το πώς η κοινωνική επιτάχυνση παράγει συνθήκες αλλοτρίωσης. Είναι η κριτική στην οποία δίνει τη μεγαλύτερη έμφαση, αλλά είναι σημαντική και για έναν ακόμα λόγο. Γιατί συνδέεται με τη συνέχεια της σκέψης και της θεωρίας του Rosa. Συνδέεται, δηλαδή, με την έννοια του συντονισμού, τον οποίο μπορούμε να ορίσουμε ως το αντίθετο της αλλοτρίωσης. Αλλά ας μην προτρέχουμε, ας τα δούμε με τη σειρά.

Χρησιμοποιώντας την αλλοτρίωση ως εννοιολογικό εργαλείο, ο Rosa επαναφέρει μια έννοια του πρώιμου Marx (Χειρόγραφα του ’44) αλλά και της πρώτης γενιάς της Σχολής της Φρανκφούρτης. Πρόκειται για μια έννοια που είχε σχεδόν εγκαταλειφθεί διότι συνδεόταν με αρκετά θεωρητικά προβλήματα και, κατά συνέπεια, της έχει ασκηθεί πολύ κριτική. Ο Rosa δεν την επαναφέρει απλώς, αλλά προσπαθεί να την επανερμηνεύσει, αποσυνδέοντάς την από τη θεώρηση για μια σταθερή ανθρώπινη ουσία, μια άχρονη ανθρώπινη φύση.

Προκαταρκτικά, ο Rosa ορίζει την αλλοτρίωση σαν μια συνθήκη όπου επικρατεί η έλλειψη σχέσεων. Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για 5 μορφές αλλοτρίωσης:

1/Αλλοτρίωση από τον χώρο: Εδώ o Rosa επισημαίνει ότι σε συνθήκες κοινωνικής επιτάχυνσης αδυνατούμε να συνδεθούμε, να αναπτύξουμε μορφές γνωριμίας, να νιώσουμε οικειότητα με κάποιον χώρο ή τόπο. Είτε γιατί μετακομίζουμε πολύ συχνά, είτε γιατί δεν έχουμε τον χρόνο να περιπλανηθούμε και να γνωρίσουμε τη γειτονιά μας. Ή ένα άλλο παράδειγμα θα μπορούσε να είναι η έξυπνη σκούπα-ρομπότ, με την οποία γλιτώνουμε πράγματι πολύ χρόνο από την καθαριότητα του σπιτιού, αλλά έτσι καταλήγουμε να μην το φροντίζουμε και να μην το οικειοποιούμαστε. Δυνητικά, λοιπόν, επέρχεται μια κατάσταση όπου οι τόποι δεν μας λένε καμιά ιστορία, δεν διαπλέκονται με την ταυτότητά μας και εμείς δεν κουβαλάμε καμία ανάμνηση για αυτούς.

2/Αλλοτρίωση από τα πράγματα: Εδώ ο Rosa εκκινεί από την παραδοχή ότι οι άνθρωποι έχουν πάντα στενές σχέσεις με κάποια αντικείμενα. Συνδέονται με κάποια πράγματα με τρόπο που αυτά γίνονται μέρος του εαυτού τους, συμμετέχοντας στη συγκρότηση της ταυτότητά τους. Για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο που έχω επισκευάσει 10 φορές με τα χέρια μου, έχει γίνει κομμάτι του εαυτού μου, έχει εσωτερικοποιηθεί. Με αυτόν τον τρόπο, ο εαυτός μου διευρύνεται προς τον κόσμο των πραγμάτων. Στην ύστερη νεωτερικότητα, ο Rosa παρατηρεί πως αυτή η μορφή συσχέτισης με τα πράγματα τείνει να εκλείψει. Τείνουμε να αντικαθιστούμε τα αντικείμενα, αντί να τα επισκευάζουμε. Ακόμη και πριν χαλάσουν αγοράζουμε το νέο πιο εξελιγμένο μοντέλο. Έτσι, δεν έχουμε τον απαραίτητο χρόνο να συνδεθούμε με αυτά ενώ επιπλέον γινόμαστε φτωχότεροι και με έναν άλλο τρόπο: χάνουμε την πρακτική γνώση και ικανότητα να τα επισκευάζουμε και να τα φροντίζουμε. Ως εκ τούτου, τα αντικείμενα του κόσμου καθίστανται ξένα, στέκονται «αλλότρια προς εμάς». Φυσικά, αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Πάντοτε υπήρχε. Το πρόβλημα προκύπτει όταν αυτός καθίσταται ο κυρίαρχος τρόπος συσχέτισης, οδηγώντας στην αδιάκοπη απαξίωση της εμπειρίας μέσω της καινοτομίας.

3/Αλλοτρίωση από τις πράξεις μας: Είναι μια παράξενη και σχετικά νέα μορφή αλλοτρίωσης που συνδέεται με τη ρητορική του «πρέπει» που αναφέραμε και προηγουμένως. Για παράδειγμα, νιώθουμε αλλοτριωμένοι όταν δουλεύουμε όλη μέρα μέχρι τα μεσάνυχτα, χωρίς να μας λέει κανείς να κάνουμε κάτι τέτοιο, και παρότι «θέλουμε» να πάμε σπίτι μας νωρίς. Γενικότερα, όταν το καθηκοντολόγιο μεγαλώνει σε κάθε πεδίο της ζωής, ποτέ δεν μπορούμε να κάνουμε αυτό που θέλουμε να κάνουμε. Πρόκειται για μορφή αλλοτρίωσης διότι κάνουμε «οικειοθελώς» αυτό που στην πραγματικότητα δεν θέλουμε να κάνουμε. Προκύπτει λοιπόν ένα ασαφές αίσθημα ετερονομίας, χωρίς να μπορούμε να προσδιορίσουμε κάποιον εξωτερικό καταπιεστή.

4/Αλλοτρίωση από τους άλλους: Εδώ ο Rosa εντοπίζει μια διάβρωση των δυνατοτήτων δέσμευσης. Για παράδειγμα, συναντάμε τόσο πολλούς ανθρώπους στην καθημερινότητά μας, σε βαθμό αδιανόητο έως και λίγες δεκαετίες πριν. Καθώς ο αριθμός και η ποικιλία των σχέσεων στις οποίες εμπλεκόμαστε αυξάνεται σταθερά, οδηγούμαστε σε μια κατάσταση κοινωνικού κορεσμού, διότι είναι δομικά αδύνατο να σχετιστούμε βαθιά ο ένας με την άλλη όταν πιέζει ο χρόνος. Μπορούμε να ανταλλάξουμε μεταξύ μας λίγες πληροφορίες, ακόμη και να βγούμε για ένα ποτό και να πούμε τα νέα μας, αλλά σπάνια είμαστε διατεθειμένοι να ακούσουμε τα ουσιαστικά προβλήματα του άλλου ή να διηγηθούμε της ιστορία της ζωής μας. Οι συσχετίσεις μας διέπονται από λίγο-πολύ εργαλειακούς όρους. Στον αντίποδα, οι βαθιές σχέσεις απαιτούν χρόνο και κόπο, ώστε να δημιουργηθούν δεσμοί, ενώ όταν αυτοί σπάσουν προκαλείται πόνος – και οι δύο αυτές καταστάσεις είναι προβληματικές σε συνθήκες ταχέως εναλλασσόμενων συναντήσεων.

5/Αλλοτρίωση από τον εαυτό μας: Ως συνέπεια όλων των παραπάνω μορφών αλλοτρίωσης επέρχεται, τελικά, η αλλοτρίωση και από τον ίδιο μας τον εαυτό. Όταν αλλοτριωνόμαστε από τον χώρο και τον χρόνο, από τις ίδιες μας τις πράξεις και τις εμπειρίες, καθώς και από τους άλλους με τους οποίους σχετιζόμαστε, τότε δεν μένει παρά να αισθανθούμε μια βαθιά αλλοτρίωση από τον εαυτό μας. Πρόκειται, τελικά, για μια παραμόρφωση της σχέσης με τον εαυτό μας.

Πριν κλείσω, θέλω να σταθώ λίγο στο πώς προσπάθησε να χειριστεί ο Rosa κάποια προβλήματα που συνδέονται παραδοσιακά με την έννοια της αλλοτρίωσης. Είναι δυνατόν, άραγε, τα κοινωνικά υποκείμενα να υποφέρουν χωρίς να το αντιλαμβάνονται ξεκάθαρα; Κατέχει, άραγε, ο κοινωνικός θεωρητικός κάποια υπερβατική θέση που του επιτρέπει να γνωρίζει την αλήθεια του υποκειμένου καλύτερα από το ίδιο το υποκείμενο; Τα ερωτήματα, φυσικά, συνδέονται με τα θεωρητικά και φιλοσοφικά προβλήματα που ενυπάρχουν στις έννοιες της ψευδούς συνείδησης και της κριτικής της ιδεολογίας.

Ο Rosa προσπαθεί να επανεισάγει την αλλοτρίωση χωρίς να την προσδιορίζει έξωθεν του υποκειμένου, της κοινωνίας και της ιστορίας. Με βάση μια δήθεν υπεριστορική ανθρώπινη φύση την οποία ανακάλυψε ο ίδιος ως φιλόσοφος. Αντιθέτως, θέλει να υπερβεί την ουσιοκρατία, ώστε να επαναφέρει την έννοια στο 21ο αιώνα θεμελιώνοντάς τη στα (αντιφατικά) συναισθήματα και τις πράξεις των ίδιων των κοινωνικών δρώντων. Για τον λόγο αυτό, δίνει έμφαση σε ό,τι οι ίδιοι οι δρώντες συλλαμβάνουν ως καλή ζωή. Στην ουσία, αναπτύσσει μια φαινομενολογική θεώρηση που επιχειρεί να εντοπίσει τις μορφές δυσφορίας και τις αντιφάσεις του υποκειμένου, όπως αυτές μπορούν να αναλυθούν μέσω προσεκτικής παρατήρησης. Η αφετηρία του, επομένως, είναι η ανθρώπινη οδύνη. Οδύνη που προκαλείται λόγω σύγκρουσης ανάμεσα στη σύλληψη περί καλής ζωής και των πραγματικών κοινωνικών πρακτικών και αντίστοιχων θεσμών. Οδύνη που προκαλείται λόγω έλλειψης αυτονομίας, λόγω αδυναμίας αυτοκαθορισμού. Λόγω αδυνατότητας του να έχεις μια ζωή σύμφωνη με τις επιθυμίες και φιλοδοξίες σου, όπως υποσχέθηκε η νεωτερικότητα. Ο Rosa δεν αναπτύσσει αφηρημένα φιλοσοφικά σχήματα, αλλά γειώνει τη θεωρία του στην πραγματική ζωή, στην εμπειρία και το βίωμα της καθημερινότητας, στις συνθήκες ζωής των απλών ανθρώπων.

Κατά συνέπεια, οι επιταγές της ταχύτητας δεν μας αλλοτριώνουν σε σχέση με κάποιον αυθεντικό ή αναλλοίωτο εαυτό, αλλά σε σχέση με τη δυνατότητά μας να οικειοποιούμαστε τον κόσμο. Αντιλαμβανόμενος την κοινωνία ως ολότητα, ο Rosa σκιαγραφεί ένα κοινωνικό πορτραίτο όπου κυριαρχούν οι επιταγές της επιτάχυνσης, οι οποίες οδηγούν στην ανάδυση μοτίβων συμπεριφοράς και εμπειρίας που δεν καθοδηγούνται από τις αξίες ή τις επιθυμίες μας. Που στέκουν, ως εκ τούτου, αλλότριες ως προς εμάς.

 

 

3. Συντονισμός: η προοπτική ενός μη αλλοτριωμένου τρόπου συσχέτισης

 

Καλησπέρα και από μένα, έχοντας ήδη ακούσει τα παιδιά να μιλάνε για την επιτάχυνση και την αλλοτρίωση, μάλλον θα υποθέτετε ότι έχει εξαντληθεί το περιεχόμενο ενός βιβλίου που λέγεται Επιτάχυνση και αλλοτρίωση. Η αλήθεια είναι ότι αποφασίσαμε να συμπεριλάβουμε στην παρουσίαση και μια έννοια που δεν συναντάται στις κεντρικές ενότητες του βιβλίου, παρά μόνο στην εισαγωγή και τον επίλογο.

Πρόκειται για την έννοια του συντονισμού (resonance). Μια έννοια που δημιουργήθηκε από τον Rosa όταν θέλησε να δώσει την προοπτική ενός μη αλλοτριωμένου κόσμου.

Από το 2007 που εκδόθηκε πρώτη φορά το Επιτάχυνση και αλλοτρίωση o Rosa έχει αναπτύξει ιδιαίτερα την ιδέα του συντονισμού. Μάλιστα, το 2018 εκδόθηκε στα Γερμανικά το βιβλίο του Συντονισμός: μια κοινωνιολογία της σχέσης με τον κόσμο, που αριθμεί 800 σελίδες. Εμείς δεν θα επεκταθούμε τόσο σήμερα, αλλά θα αναλύσουμε συνοπτικά κάποιες έννοιες μέσα από τις οποίες θα προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε καλύτερα πώς αναδύθηκε η ανάγκη δημιουργίας της έννοιας του συντονισμού και τι τελικά είναι ο συντονισμός.

Ας αρχίσουμε με το πώς αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο.

Σύμφωνα με την ομιλία του Rosa στο διεθνές συνέδριο για τον χρόνο το 2019 στη Γαλλία, όταν αναρωτιόμαστε τι είναι ο χρόνος υπάρχουν 3 είδη απαντήσεων που απαρτίζουν τα 3 επίπεδα μέσα από τα οποία αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο.

  • Η αίσθηση του χρόνου της καθημερινής ζωής: η ρουτίνα μας, η to-do ­­­list μας, οι ημερήσιες υποχρεώσεις μας, τα καθημερινά μας task με άλλα λόγια (το ότι το λεωφορείο έρχεται σε 5 λεπτά, το ότι η εκδήλωση θα ξεκινήσει στις 9:00 κ.ά.)
  • Ο βιογραφικός χρόνος: είναι ο γραμμικός χρόνος ανάμεσα στη γέννηση και τον θάνατο, πρόκειται για γεγονότα σημαντικά στη ζωή ενός ανθρώπου (όταν ήμουν παιδί, όταν άρχισα να δουλεύω). Δεν είναι τόσο συνήθης τρόπος βίωσης του χρόνου όσο εκείνος που αφορά την καθημερινή ζωή, αλλά υπάρχει πάντα στη σκέψη μας.
  • Και τέλος ο ιστορικός χρόνος: η αίσθηση ότι ανήκεις σε μια γενιά, σε μια ομάδα ανθρώπων με την οποία έχετε βιώσει τα ίδια ιστορικά γεγονότα και μοιράζεστε με αυτόν τον τρόπο κοινές χρονικά εμπειρίες μιας εποχής. Για παράδειγμα, την εποχή της επανόδου της ακροδεξιάς ή των ’90s.

Πώς συνδέονται αυτά τα τρία επίπεδα χρόνου;

Και τα τρία επίπεδα χρόνου συνυπάρχουν, με το επίπεδο της αντίληψης του χρόνου με όρους καθημερινής ζωής να επικρατεί και το επίπεδο με όρους βιογραφικού χρόνου να έρχεται στην επιφάνεια σε στιγμές κρίσιμες, όταν ολοκληρώνεται κάποιος κύκλος στη ζωή μας, για παράδειγμα όταν κάποιος αποφοιτά από το πανεπιστήμιο και σκέφτεται τι θα κάνει με τη ζωή του. Ο ιστορικός χρόνος υπάρχει σαν φόντο, σαν ορίζοντας προσδοκιών και προσαρμογής (ζω σε μια άλλη εποχή, στην εποχή μου δεν επιτρεπόταν να…).

Σύμφωνα με τον Rosa, για να έχει κάποιος καλή ζωή –το ερώτημα του τι συνιστά καλή ζωή είναι ένα ερώτημα που προσπαθεί να απαντήσει συνεχώς ο συγγραφέας, όπως ακούσαμε ήδη– τα τρία επίπεδα του χρόνου πρέπει να είναι συναρθρωμένα. Δηλαδή κάθε επίπεδο να βγάζει νόημα σε συνάρτηση με τα υπόλοιπα επίπεδα, δηλαδή ό,τι κάνεις στην καθημερινή σου ζωή να υπηρετεί αυτό που θέλεις να κάνεις με τη ζωή σου γενικά και να ταιριάζει στην εποχή στην οποία ζεις. Οπότε αυτό που χρειαζόμαστε για μια «υγιή» αντίληψη και βίωση του χρόνου είναι η «υγιής» αλληλεπίδραση αυτών των τριών επιπέδων αντίληψης του χρόνου.

Λόγω των εντατικών ρυθμών κοινωνικής επιτάχυνσης και της συνεχούς ανάγκης να επανεφευρίσκουμε τον εαυτό μας, δυσκολευόμαστε να πετύχουμε αυτή την ενοποίηση των τριών επιπέδων του χρόνου. Ως αποτέλεσμα χάνουμε τη σύνδεση και την ικανότητα να νοηματοδοτήσουμε τη σχέση παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος. Ο Rosa βλέπει αυτή την ανικανότητα ως μία από τις αιτίες των αλλοτριωμένων σχέσεων.

Γιατί όμως διαρκώς επιταχύνουμε και επανεφευρίσκουμε τον εαυτό μας; Από πού προκύπτει το πρόβλημα συγκρότησης νοήματος;

Όπως μας λέει στον πρόλογο του παρόντος βιβλίου ο Rosa, το πρόβλημα βρίσκεται στον πυρήνα της κοινωνικής δομής.

Η σύγχρονη κοινωνία διακρίνεται από το ότι είναι σε θέση να σταθεροποιηθεί μόνο με δυναμικό τρόπο. Αυτό τι σημαίνει; Ότι εξαρτάται ανά πάσα στιγμή από την τεχνική και πολιτισμική επιτάχυνση, την οικονομική ανάπτυξη, τη διαρκή καινοτομία και μεγέθυνση προκειμένου να διατηρήσει το θεσμικό status quo. Οι κυρίαρχοι θεσμοί λειτουργούν λοιπόν μόνο στον βαθμό που γυρίζει ο τροχός της ανάπτυξης και της επιτάχυνσης. Ο Rosa περιγράφει αυτή τη συνθήκη σαν την ανάγκη να πηγαίνεις συνέχεια πιο γρήγορα και πιο γρήγορα, αλλά να παραμένεις συνεχώς στο ίδιο σημείο, όπως ένα χάμστερ που τρέχει σε μια ρόδα ή το να ανεβαίνεις κυλιόμενες σκάλες που κατεβαίνουν.

Αυτή την κατάσταση της σύγχρονης κοινωνίας την ονομάζει δυναμική σταθεροποίηση.

Η κοινωνική δομή της δυναμικής σταθεροποίησης οδηγεί τα υποκείμενα στο να είναι προδιατεθειμένα για την αλλοτρίωση, η οποία, όπως ακούσαμε στην προηγούμενη εισήγηση, είναι ένας συγκεκριμένος –προβληματικός– τρόπος του σχετίζεσθαι με τον κόσμο, τα πράγματα, τους ανθρώπους και τον εαυτό. Ένας τρόπος στον οποίο δεν υπάρχει ανταποκρισιμότητα, δηλαδή εσωτερική σύνδεση μεστή νοήματος. Πρόκειται για μια συσχέτιση χωρίς γνήσια σχέση. Στην περίπτωση της αλλοτριωμένης σχέσης με τον κόσμο, για παράδειγμα, το υποκείμενο δεν μπορεί να οικειοποιηθεί τον κόσμο, να τον ακούσει και να τον κάνει να μιλήσει. Ο κόσμος τού παρουσιάζεται σιωπηλός, άχρωμος και άοσμος. Είναι λοιπόν μια συσχέτιση που χαρακτηρίζεται από την έλλειψη μιας αληθινής, ζωηρής ανταλλαγής και σύνδεσης. Ο εαυτός και ο κόσμος σχετίζονται με τρόπο εντελώς εχθρικό και αδιάφορο.

Τη διαταραχή αυτής της δυναμικής σταθερότητας που περιγράψαμε ο Rosa την ορίζει ως δυναμική αποσταθεροποίηση.

Σε αντίθεση με ό,τι μπορεί να υποθέτει κανείς, η δυναμική αποσταθεροποίηση είναι εξίσου καταστροφική με τη δυναμική σταθεροποίηση. Μάλιστα, ο συγγραφέας παρομοιάζει τις δύο συνθήκες με τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη.

Η δυναμική αποσταθεροποίηση λοιπόν –που ουσιαστικά χαρακτηρίζεται από μια βίαια επιβαλλόμενη επιβράδυνση– προκαλεί άλλου είδους προβλήματα ταχύτητας. Σταματώντας ή επιβραδύνοντας ξαφνικά και καταναγκαστικά τα πάντα, προκύπτουν προβλήματα όπως η ανεργία, η επιβάρυνση του συστήματος υγείας, η κατάρρευση του συνταξιοδοτικού, η έλλειψη χρηματοδότησης της εκπαίδευσης και του πολιτισμού. Πρόκειται για αυτό που θα χαρακτήριζε κανείς ως κρίση: τα προβλήματα και τα έξοδα του κράτους μεγαλώνουν και τα έσοδα μικραίνουν, μάλιστα αναφέρεται στο βιβλίο και η κρίση της Ελλάδας το 2008 ως παράδειγμα δυναμικής αποσταθεροποίησης.

̴

Και τι κάνουμε; Τι λύση υπάρχει στα φαινόμενα της επιτάχυνσης και της αλλοτρίωσης;

Ο Rosa μάς βγάζει από το αδιέξοδο, λέγοντάς μας ότι υπάρχει εναλλακτική στο αλλοτριωμένο παρόν μας˙ η έννοια του συντονισμού. Η ιδέα του συντονισμού προέκυψε ακριβώς από τα αναπάντητα ερωτήματα που του έθεταν οι αναγνώστες του για το τι μπορούμε κάνουμε για να αντισταθούμε στην αλλοτρίωση και στον δυνητικό ολοκληρωτισμό της κοινωνικής επιτάχυνσης.

Ο συντονισμός, λοιπόν, στους περισσότερους ορισμούς παρουσιάζεται σαν το Άλλο της αλλοτρίωσης – παρότι σε μια πιο πρόσφατη συνέντευξη ο Rosa είχε εμφανίσει τις δύο έννοιες να βρίσκονται εντός μιας πιο διαλεκτικής σχέσης και να μην είναι ακριβώς αντιθετικές. Όπως αναφέρει ο στοχαστής, ο συντονισμός ως έννοια δεν αποτελεί την απάντηση στο ερώτημα του τι αποτελεί καλή ζωή, αλλά βρίσκεται στη βάση κάθε σύλληψης για την καλή ζωή.

Ο συντονισμός περιγράφει πώς μοιάζει μια μη αλλοτριωμένη σχέση με τους ανθρώπους, τη φύση, τον χώρο όπου ζούμε, τη δουλειά που κάνουμε και τελικά με τον εαυτό μας. Μας βγάζει εκτός της αλλοτρίωσης και συνδέει τις εμπειρίες του παρελθόντος με τις προσδοκίες του μέλλοντος, αντικαθιστά δηλαδή την έλλειψη νοήματος που αναφέραμε στην αρχή της παρουσίασης και συναρθρώνει τα τρία επίπεδα χρόνου. Μας κάνει να επιστρέφουμε εκ νέου και να ενώνουμε σε μια κοινή ιστορία και αφήγηση τον κατακερματισμένο κόσμο. Η ικανότητα, εξάλλου, να νιώθουμε ότι κάτι μας επηρεάζει και, ακολούθως, να αναπτύσσουμε ενδιαφέρον για το τμήμα του κόσμου που επιδρά πάνω μας αποτελεί πυρηνικό στοιχείο κάθε θετικού τρόπου συσχέτισης με τον κόσμο.

Για την αποφυγή παρεξηγήσεων, ο συντονισμός δεν αποτελεί state of mind ή συναίσθημα ή υποκειμενική εμπειρία του ατόμου. Είναι μορφή ζωντανής συσχέτισης, όπως όταν μας αγγίζει ένα βλέμμα, μια φωνή, ένα τοπίο, μια μουσική.

Για να ξεδιαλύνουμε λίγο το τοπίο, υπάρχουν 4 στοιχεία που χαρακτηρίζουν κάθε σχέση συντονισμού.

  1. Η στιγμή της επίδρασης ή του αγγίγματος: το να μας αγγίζει κάτι, να μας συγκινεί, να μας καλεί, σαν να νιώθουμε ξανά ζωντανοί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η μετατόπιση σε κατάσταση προδιάθεσης για συντονισμό προϋποθέτει να καταστήσουμε τους εαυτούς μας ευάλωτους, όχι προσανατολισμένους σε έναν στόχο. Να τους επιτρέψουμε να αγγιχθούν/μεταμορφωθούν.

  1. Η στιγμή της δικής μας απόκρισης: είναι η κίνηση προς αυτό που μας καλεί. Λόγου χάρη, σε μια συζήτηση ακόμη και η στάση του σώματός μας είναι μια απόκριση που περιγράφει την ανοιχτότητα σε αυτό που ακούσαμε και νιώσαμε. Επίσης, περιλαμβάνει την ιδέα ότι είσαι ικανή να απαντήσεις, να επικοινωνήσεις. Προσφέρει, δηλαδή, αυτομάτως, ως στοιχείο, μια αίσθηση δύναμης.
  2. Ο μετασχηματισμός: Σε αυτή τη διαδικασία ο εαυτός και ο κόσμος μεταμορφώνονται. Ερχόμενη σε επαφή με κάτι σε κατάσταση συντονισμού, δεν μένεις αλώβητη, βγαίνεις διαφορετική. Αυτός ο μετασχηματισμός εμπεριέχει μια ζωντάνια, σαν να παίρνεις φωτιά.
  3. Η μη ελεγξιμότητα: Τα μετασχηματιστικά αποτελέσματα του συντονισμού βρίσκονται πέραν του ελέγχου το υποκειμένου. Δεν μπορούμε να προβλέψουμε τα αποτελέσματα του μετασχηματισμού˙ δεν προκαλείται εργαλειακά, ούτε εκμαιεύεται με τη βία. Ο συντονισμός είναι από την ίδια του τη συγκρότηση ανοιχτός, γι’ αυτό βρίσκεται σε αντίθεση με την πάντα προσανατολισμένη σε έναν σκοπό σύγχρονη λογική της μεγέθυνσης και της βελτιστοποίησης.

Έτσι, για να συνοψίσουμε, ο συντονισμός είναι τελικά μια δεκτική και ενεργητική σύνδεση, εντός της οποίας βιώνουμε έναν σταδιακό μετασχηματισμό του εαυτού και του κόσμου. Για να συμβεί χρειάζεται τη διαφορά και την αντίθεση. Ο συντονισμός ενέχει συνάντηση με έναν πραγματικό Άλλο, δεν πρόκειται με άλλα λόγια για έναν εσωτερικό διάλογο, για την αρμονία ή τη συμφωνία με έναν αντίλαλο.

Κλείνοντας, θα μπορούσαμε να συμπεράνουμε ότι σύμφωνα με τον Rosa ένα υποκείμενο θα βγει από τον φαύλο κύκλο της επιτάχυνσης και θα αποκτήσει μια καλή ζωή εάν ανακαλύπτει και διατηρεί κοινωνικούς, υλικούς και υπαρξιακούς άξονες συντονισμού, οι οποίοι επιτρέπουν τη διασφάλιση της υπαρξιακής αποκρισιμότητας και σύνδεσης˙ δηλαδή έναν συντονισμένο τρόπο ύπαρξης. Το κατά πόσον αυτή η συσχέτιση με τον κόσμο είναι εφικτή, και συνιστά μια αποτελεσματική λύση του προβλήματος της επιτάχυνσης, μένει να συντονιστούμε και να το συζητήσουμε.