Ημερήσια αρχεία: 27/05/2017


Για μια ανοικτή δημιουργική προσέγγιση της λογοτεχνίας ως γραφή & ως ανάγνωση

Ο Φιλήμονας Πατσάκης στο δοκίμιο του «Ας ξαναχτίσουμε τους ανεμόμυλους. Λογοτεχνία και αυτεξούσιο» επιχειρεί να πλεύσει μέσα στην περιπέτεια της γραφής, της ανάγνωσης και της ερμηνείας των λογοτεχνικών έργων, σ’ ένα ταξίδι που κινείτε  ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα και με μια ανοικτότητα που αποστρέφει το βλέμμα της από κάθε κλειστή ερμηνεία. Που έρχεται σε ρήξη με κανόνες και  «επιστημονικές»  προσεγγίσεις που αξιώνουν εγκυρότητα λόγο του ρόλου τους  και της θέσης τους στο στερέωμα  του υπάρχοντος τρόπο σκέψης.

Όντας σε μια τέτοια πολεμική με τις μονοσήμαντες  προσεγγίσεις που βασίζονται σε ακαδημαϊκού τύπου κανονικοποίησης της αισθητικής ή της ιδεολογικής της χρήσης, ο Πατσάκης προσπαθεί να αναδείξει την γραφή, την ανάγνωση αλλά και την ερμηνεία ως ανοικτές δυναμικές, δημιουργικές και πολυφωνικές διαδικασίες.

Ακριβώς σ’ αυτές τις πολύμορφες διαδικασίες είναι που εντοπίζει την ικανότητα κάποιων λογοτεχνικών έργων να αντέχουν στο χρόνο και να επιβιώνουν πέρα από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα και τις προθέσεις του ίδιου  τους, του συγγραφέα.

Σ’ αυτήν την προσέγγιση όπως θα δούμε παρακάτω μεγάλη σημασία έχει η αυτονομία όχι μόνο του έργου αλλά και των ίδιων των προσώπων που αναδύονται μέσα από αυτό,  καθώς τα νοήματα, οι πράξεις και οι προθέσεις των μυθιστορηματικών προσώπων είναι τα ίδια διακυβεύματα τις συνεχής διαδικασίας της ανάγνωσης.

Αναζητώντας λοιπών μια γενεαλογία της ίδιας της γραφής, χωρίς καμία αξίωση αντικειμενικότητας ή επιστημονισμού, ο συγγραφέας επιχειρεί μια περιοδιολόγηση  της γραφής και της συγκρότησης της αφήγησης προσπαθώντας να αναδείξει  την εμφάνιση αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία και  πως αυτή η εμφάνιση συνδέθηκε με τις κοσμογονικές αλλαγές που συνέβησαν στην ανθρώπινη ιστορία από τον ύστερο μεσαίωνα και την ανάδυση του καπιταλισμού.

Η παρούσα παρουσίαση του βιβλίου, δεν είναι παρά η περίληψη μιας δημιουργικής ανάγνωσης.

Η εμφάνιση της τυπογραφίας στα μέσα του 15ου αιώνα  και η χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας έδωσε την υλική βάση για την εμφάνιση της λογοτεχνίας, δηλαδή την δυνατότητα ένα κείμενο να διαδοθεί τόσο πολύ διά μέσω του γραπτού και όχι του προφορικού λόγου και έδωσε έναν κομβικό ρόλο στον συγγραφέα. Είναι  όμως  η κομβικότητα που αποκτάει το άτομο και οι αγωνίες του μέσα στον αναδυόμενο καπιταλισμό που θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο για την εμφάνιση της λογοτεχνίας. Μια ατομικότητα που αναζητά την ρήξη με το προκαθορισμένο πεπρωμένο, που αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη, αλλά ταυτόχρονα γεμίζει από υπαρξιακές αγωνίες καθώς νιώθει  όλο και πιο πολύ την αστάθεια ενός κόσμου που πλέον τίποτα δεν είναι δεδομένο και αιώνιο.

Το βιβλίο  επικεντρώνεται σε κάποιους συγγραφείς και μερικές φορές μάλιστα σε κάποια συγκεκριμένα έργα τους. Χωρίς όμως να ξεχνάει να κάνει εκτενείς αναφορές στο ιστορικό πλαίσιο αλλά και την γενικότερη κίνηση των ιδεών των πολιτικών και των φιλοσοφικών ρευμάτων που έρχονται σε αλληλεπίδραση με τους συγγραφείς και το έργο τους. Ο σκοπός δεν είναι να κάνει μια πλήρη παρουσίαση, μέσα από επιστημονικές μεθοδολογίες ή φιλολογικού τύπου αναλύσεις.  Αλλά να εστιάσει σε εκείνα τα στοιχεία  που ο θεωρεί ότι αναδεικνύουν την υπαρξιακή ένταση της λογοτεχνίας και των διαδικασιών που την συγκροτούν.

Ο Ραμπελέ με τα φαρσικά και μπουφονικά του στοιχεία θα αναδείξει το γέλιο και την σάτιρα ως την δύναμη της υπονόμευσης της εξουσίας. Τα έργα του διέπονται από την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και την σωματική διάσταση της ευτυχίας. «Ο άνθρωπος δεν γεννιέται αλλά γίνεται» θα φωνάξει ο Γαργαντούα,  φέρνοντας μας μπροστά στην δυναμική των ίδιων των πράξεων μας που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Ο Ραμπελέ είναι ίσως από τους πρώτους που υπονομεύουν την προαιώνια ενοχή με την οποία μας έχει διαποτίσει ο χριστιανισμός.

Οι αναφορές του Πατσάκη στον Έρασμο, στον Μοντένιο, στον Μακιαβέλι, στον Χόμπς,  στον Τζον Λοκ,στον Κατέρσιο, τον Τόμας Μουρ και τόσους άλλους  γίνονται ακριβώς για να δείξει την ένταση των ιδεών που έχουν έρθει στο προσκήνιο και πως διεκδικούν την θέση τους στην διαμόρφωση του κόσμου των ανθρώπων.

Όμως στην πραγματικότητα το βιβλίο ξεκινάει με μια από τις μεγάλες αγάπες του συγγραφέα του τον «Δον Κιχώτη» και τον δημιουργό του τον Θερβάντες. Ξέροντας πολύ καλά ότι ο πρώτος κατάφερε να επισκιάσει τον δεύτερο, ο ήρωας ή μάλλον καλύτερα ο πρώτος αντί- ήρωας ο Δον Κιχώτης έχει σίγουρα μεγαλύτερη φήμη  από τον δημιουργό του, το Θερβάντες.

Ο Δον Κιχωτης αυτός ο σιωπηλός πολυλογάς που περιπλανιέται μέσα στις ερημιές αρνούμενος να αποδεχθεί τον κόσμο όπως είναι. Θα σταθεί απέναντι στην εξουσία και την αδικία  φτιάχνοντας τους δικούς του κόσμους που όμως τέμνονται  και δίνουν τις δικές του ερμηνείες για τον υπαρκτό κόσμο. Ο Δον Κιχώτης δεν στέκεται απλά στις ερμηνείες του αλλά αναλαμβάνει δράση για να διορθώσει όσα θεωρεί λάθος με βάση αυτές. Συντρέχει τους αδύναμους και τους απροστάτευτους είτε έχουν δίκιο είτε άδικο, ακόμα και αν χρειάζεται να έρθει σε σύγκρουσή με την ίδια την βασιλική εξουσία, ακόμα και αν κινδυνέψει να λοιδοροθεί και κατατρεχτεί από αυτούς που βοήθησε.  Η τρέλα του είναι μια μορφή διαμαρτυρίας απέναντι σ’ ότι τον καταπνίγει, απέναντι στον ίδιο το θάνατο.

Επιλέγει όχι απλά να θέσει το ερώτημα του «γιατί;» αλλά να δώσει και την απάντηση του «γιατί όχι;» θέτοντας το ζήτημα όχι να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει.

Όμως και λογοτεχνικά ο Θερβάντες με τον Δον Κιχώτη κάνει μεγάλες τομές που ακόμα είναι ζητούμενο για όσους επιχειρούν να μπουν στο ταξίδι της γραφής. Έπαιξε με τις μορφές, την εναλλαγή του αφηγητή,  ανακάτεψε τις οπτικές γωνίες, έβαλε σε διάλογο το πραγματικό με το φανταστικό, έκανε πειράματα με τη γλώσσα και τον αφηγηματικό χρόνο, με κορυφαία στιγμή εκεί ο Δον Κιχώτης αναγνωρίζει το ίδιο του το βιβλίο μέσα στο τυπογραφείο. Οι δυο βασικοί του ήρωες, ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο δεν είναι κάποιοι στατικοί χαρακτήρες αλλάζουν καθώς συζητούν και εμπλέκονται στις περιπέτειες τους.

Το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται  η ιστορία του Δον Κιχώτη είναι αυτό του λαού, οι χωριάτες, ο πανδοχέας οι μικροαπατεώνας.

Και αν το περιβάλλον που γράφει ο Θερβάντες είναι αυτό της παρακμής  της Ισπανικής αυτοκρατορίας η Αγγλία στην εποχή του Σαίξπηρ είναι και αυτή σε μεγάλη ταραχή. Ο «Ελισαβετιανός συμβιβασμός» φέρνει κοντά την αστική και την φεουδαρχική τάξη, οι επιδημίες χολέρας, η οικονομική κρίση και οι λαϊκές εξεγέρσεις αφήνουν το δικό τους στίγμα. Μια ατμόσφαιρα ανησυχίας, απογοήτευσης και κυνισμού είναι διάχυτη.

Ο Σαίξπηρ αγαπάει από παιδί το θέατρο το οποίο από τους περιοδεύοντες θιάσους αρχίζει να απόκτα μόνιμες έδρες. Ο έμμετρος στοίχος δίνει την θέση του στον ανομοιοκατάληκτο ο οποίος δίνει περισσότερο περιθώριο στην ίδια την ερμηνεία. Οι ηθοποιοί αρχίζουν να εξερευνούν την προσωπικότητα των χαρακτήρων που υποδύονται. Περνάμε από τις μεσαιωνικές ηθικολογίες στο ιστορικό δράμα. Το θέατρο διατηρεί την λαϊκότητα του ως τέχνη και μ’ αυτό τον τρόπο επηρεάζει τις απόψεις που κυοφορούνται στην κοινωνία και εισπράττει την εχθρότητα της εξουσίας.

Η ελισαβετιανή τραγωδία που εμφανίζεται αυτή  την εποχή  διαφοροποιείται από τη  αρχαία στο ότι η μοίρα του ήρωα πηγάζει προπαντός από τον ίδιο του τον χαρακτήρα και δεν είναι αποτέλεσμα των αλλαγών της που επιβάλλονταν έξωθεν και άνωθεν όπως στην αρχαία τραγωδία, όπου τα πάντα εξελίσσονται γύρω από μια προεπιλεγμένη σύγκρουση.

Στον Σαίξπηρ οι χαρακτήρες αναπτύσσονται ποικιλόμορφα καθώς συμμετέχουν ενεργά  στην διαμόρφωση του περιβάλλοντος και της μοίρας. Στα έργα του ο Σαίξπηρ βασίζεται πολύ στην δημιουργία  στιγμών καθημερινότητας οι οποίες δομούν το τραγικό καθώς παράγουν ερωτήματα και αμφισημίες. Έχουμε να κάνουμε με ρευστές καταστάσεις στις οποίες μετέχει ο περίγυρος, οι σχέσεις των πολύπλευρων χαρακτήρων.

Ο Άμλετ στέκει ενεργά αποσβολωμένοςαπό την καθοριστικότατα των στιγμών. Μην μην έχοντας βεβαιότητες, ξανοίγεται στο μοιραίο ταξίδι με πλήρη επίγνωση αλλά και απόγνωση. Ποίος είμαι;

«Να ζει κανείς ή να μην ζει». Κι όμως δεν είναι αυτή η κυρίαρχη απορία στον Άμλετ, το πραγματικά μεγαλειώδες ερώτημα που δεν εκστομίζεται πότε αλλά στοιχειώνει το  έργο και από τότε τον άνθρωπο, είναι το πως ζεις.  Η απάντηση σ’ αυτό δεν βρίσκεται πουθενά. Τα ερωτήματα τίθενται και οι απαντήσεις υπεκφεύγουν.

Το πλήθος των ερμηνειών του Άμλετ που παραθέτει ο συγγραφέας μέσα στο βιβλίο,  όχι για να επικυρώσει την δικιά του ερμηνεία, αλλά για να δείξει την πολυσημαντότητα και την δυναμική  τόσο του έργου όσο  και της ερμηνευτικής του.

Ο Γκαίτε ζει την εποχή των μεγάλων αφηγήσεων, ζει εργάζεται και σκεφτεται μέσα σ’ έναν κυκεώνα φιλοσοφικού στοχασμού και κοινωνικών αλλαγών. Ο Καρτέσιος, ο Καντ, ο Χίουμ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ κλπ είναι το φιλοσοφικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Γκαίτε προσπαθεί να αποδώσει με συναισθηματικούς όρους των φιλοσοφικό διάλογο της εποχής του.

Επηρεάζεται   σημαντικά από τον τον Γίοχαν Χέντερ ο οποίος μέσα από την ασχολία του με την δημώδη ποίηση και την λαϊκή τέχνη εισάγει την θεωρία της τέχνης ως επικοινωνία. Το έργο τέχνης δεν έχει την αξία των ιδιοτήτων του αλλά είναι έκφραση ενός ανθρώπου. Για να επικοινωνήσει ο άνθρωπος χρησιμοποιεί λέξεις, όμως οι λέξεις δεν είναι δικά του επινοήματα, αλλά του έχουν κληροδοτηθεί δια μέσου ενός ρεύματος παρασοδιακών εικόνων, Μιλά για την γλώσσα και το έδαφος ως προσδιοριστικούς δεσμούς. Το έργο τέχνης σχετικοποιείτε και αποβάλει έτσι την απρόσωπη χροιά και την εξάρτηση από την αιώνια αξία. Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του κέντρο βάρους, είναι εξίσου έγκυρος και γόνιμος με κάθε άλλον. Στον Χέντερ η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μόνο ένα ιδεώδες ως το καλύτερο   δυνατό για τους ανθρώπους φαντάζει αδιανόητη.

Η σχέση του Γκατε με τον ρομαντισμό και τον κλασικισμό είναι αντιφατική, τον αποκηρύσσει λέγοντας ότι «ο Ρομαντισμός είναι ασθένεια, το κλασικό είναι υγείες», αλλά ο Βέρθερος είναι ο απόλυτος ήρωας του ρομαντισμού.

Στον Φάουστ η πραγματικότητα διαλύεται σε ένα υποπροϊόν της δημιουργικής βούλησης που αναζητά μονάχα τον εαυτό της. Σε αυτό το έργο αντανακλάτε ανάγλυφα η αμηχανία του ανθρώπου που αναζητά το  αιώνιο  στο πεπερασμένο, την απόλυτη αλήθεια σ’ έναν κόσμο σχετικοτήτων. Ο Γκαίτε παίρνει έναν μύθο που γεννήθηκε δυο αιώνες πριν  και μέσα από αυτόν αναστοχάζεται τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, στην γενική πνευματική αναταραχή που έφερε η επικράτηση της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Μέσα από τον Φάουστ έχουμε μια πρώτη υπονόμευση του διαφωτισμού. Ο επιστήμονας Φάουστ, απελπισμένος από την ανικανότητα του να αγγίξει την καθολική γνώση και να εξομοιωθεί με τον θεό διαπιστώνει τη ματαιότητα όλων των γνώσεων.

Δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε γιο τους καταραμένους ποιητές τον Μπωντλέρ και τον Ρεμπώ χωρίς πρώτα να κάνουμε μια μικρή αναφορά στον Μπλέικ. Διαβάζοντας τον διακρίνουμε μια αδιαφορία για τους κανόνες, που στον Ρεμπώ θα μετατραπεί σε πλήρη ρήξη με κάθε περιορισμό. Ο κόσμος του Μπλέηκ είναι ο κόσμος της ηχηρής γιορτής μιας γιορτής που τα γέλια έχουν βαλθεί να γκρεμίσουν έναν κόσμο δουλείας, το σώμα αποζητά τη ζωή και είναι διαρκώς μαχόμενο με τον θάνατο.

Σε μεγάλο βαθμό η εξεγερτικότητα των καταραμένων ποιητών σημαδεύτηκε από την εξέγερση της Παρισινής κομμούνας. Το ερώτημα που βάζει η κομμούνα είναι τώρα που η εξουσία έπεσε τι;. Η κομμούνα ήταν η εξουσία που αρνιόταν των εαυτό της. Τα οδοφράγματα είναι ο νέος δημόσιος χώρος της επανάστασης, ο Μπωντλερ θα τα μνημονεύσει ως τις «μαγικές πέτρες του λιθόστρωτου στοιβαγμένες σε οχυρά». Ο Ρεμπώ θα περιγράψει το επαναστατικό υποκείμενο που αυτοκαταργήται:

«Θα γίνω εργάτης, ιδέα που με κυριεύει όταν εξάψεις τρελές με σπρώχνουν στην μάχη του Παρισιού, όπου τόσοι εργάτες πεθαίνουν ακόμα και αυτή την στιγμή που σας γράφω.

Να δουλέψω τώρα.

Ποτέ μα ποτέ.

Κάνω απεργία»

Η πορεία του Ρεμπώ είναι μια πορεία διαρκούς αυτοαναίρεση, ένας κομήτης μέσα σ’ έναν επιταχυντή, όλα γίνονται πολύ γρήγορα πολύ έντονα, σχεδόν αστραπιαία.  Η καταφυγή του στο διάβασμα δεν είναι παρά η διαδικασία για να κουρδιστεί  το   ελατήριο της εκτόξευσης. Εγκαταλείπει σχεδόν αμέσως κάθε εκφραστική περιοχή που ένιωθε κατακτημένη. Αυτό που τον απασχολεί ήταν η επινόηση μιας όλο και πιο αυθόρμητης μεθόδου γραφής, που η νόηση και η αίσθηση θα λειτουργούσαν ενιαία και παραισθητικά σε μια σχεδόν ενστικτώδη μετατροπή της εντύπωσης σε οραματική ποιητική γλώσσα. Όταν συναισθάνθηκα τα περιορισμένα όρια της λογοτεχνίας άλλαξε ζωή. Έγινε άνθρωπος της δράσης εξίσου παράτολμος και ανορθόδοξος. Αφού οι λεκτικές καινοτομίες δεν μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο σταμάτησε να ασχολείται μαζί τους.  Η γοητεία του Ρεμπω είναι η γοητεία της δίχως όρια άρνησης. Η ατομική εξέγερση των ποιητών έστεκε εκθέτοντας μια ύπαρξη παθιασμένη, ονειροπόλα και αντίθετη στην αναδυόμενη πειθαρχεία της αποτελεσματικότητας.

Ο Μπωντλερ όπως και ο Ρεμπώ κινούνται στο περιθόριο της πόλης, αντιλαμβάνοτνται πρώτοι τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται στις νέες μητροπόλεις. Την δημιουγία μιας περιθωριακής δύναμης που ίσως και να μπορεί να κουνήσει τα θεμέλια της κοινωνίας. Για τον Μπωντλερ ο δρόμος είναι το σπίτι του μέσα από την περιπλάνηση ανακαλύπτει την μια νέα ομορφιά. Το Παρίσι δεν είναι γι’ αυτόν απλά ένας καμβάς σύνθεσης των έργων του, είναι το πεδίο σύγκλησης και διαρκούς σύγκρουσης της ζωής με τον θάνατο.

Ο Ρώσικος ρομαντισμός αναδύεται μέσα στο απολυταρχικό τσαρικό κράτος, που είναι ταυτόχρονα και ο φορέας του εκσυχρονισμού και της προώθησης των καπιταλιστικών σχέσεων στην ρώσικη κοινωνία. Σ’ επίπεδο ιδεών η συγκρότηση του τσαρικού κράτους και της δυτικοποίησης του φέρνει σε αντιπαράθεση τους δυτικόφιλους και τους σλαβόφιλους.  Οι δεύτεροι αναδεικνύουν το λαό ως φορέα των αλλαγών και τον βάζουν στο κέντρο των κοινωνικών διεργασιών. Ταυτίζουν την ιδέα της Ρωσίας με τον λαό και τον αναγορεύουν  σε μοναδικό φορέα της αλήθειας και εχθρό του κράτους.

Ακριβώς λόγο του τσαρικού καθεστώτος και του αυταρχισμού του οι κοινωνικές ιδέες πρώτα κονταροχτυπήθηκαν στη λογοτεχνική τους αποτύπωση καθώς  οι διώξεις απομόνωναν κάθε άλλο λόγο. Η λογοτεχνία αντικατέστησε τη φιμωμένη φωνή μιας ολόκληρης κοινωνίας που πάλλονταν με έντονους ρυθμούς. Αποκατέστησε έναν διάλογο καταργημένο από την εξουσία, έσωσε πνοή σε οράματα και ελπίδες.

Ο Ντοστογίεφσκι είναι καλός γνώστης των ιδεολογικών διαμαχών της εποχής του. Μέσα από την πολυφωνική γραφή του καταφέρνει και τις εντάσσει στο έργο του. Οι ήρωες του αναπτύσσουν μέχρι τέλους την προσωπικότητα τους. Ακόμα και όταν αυτό έρχεται σε σύγκρουσή με τις προθέσεις του ίδιου του συγγραφέα. Όλη η αχανής πληρότητα της ζωής διαπερνά το έργο του.

Δυο γεγονότα σημάδεψαν την ζωή του Ντοστογίεφσκι. Τα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε στο πτωχοκομείο που εργάζονταν ο πατέρας του και το ότι στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και γλύτωσε. Το πτωχοκομείο και τους ανθρώπους που συνάντησε εκεί, τον πόνο και την δυστυχία τους την κουβαλούσε πάντα μέσα του. Τα λεπτά μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα του έδωσαν την εντύπωση μιας αιωνιότητας, μιας απροσμέτρητης αφθονίας.

Ο Ντοστογίεφσκι θα βιώσει το άσβεστο μίσος των δουλοπάρικων απέναντι στην φθίνουσα γαιοκτησία, θα πορευτεί για χρόνια ολόκληρα μαζί με τους σκλάβους και τους  κατατρεγμένους. Θα δυστυχήσει και θα πεινάσει.

Γράφει πολυφωνικά διότι ζει μέσα σ’ έναν προσωπικό συγκρουσιακό σύμπαν, αναμετριέται συνεχώς με τις πεποιθήσεις του. Αναδεικνύει τον άνθρωπο πέρα από τον θεό, πέρα από τις ευκολίες μιας στέρεης βεβαιότητας, η οποία απουσιάζει όμως από τον ανθρώπινο πόνο. Οι ήρωες του δεν εκφράζουν την θέση του συγγραφέα αλλά τους δικούς τους πόθους τις δικές τους αγωνίες. Δεν δημιουργεί άφωνους δούλους των ιδεών του αλλά ελεύθερους ανθρώπους με άποψη και τη δύναμη να την υπερασπιστούν . Στον κόσμο των συγκρουόμενων συνειδήσεων ο Ντοστογίεφσκι δεν κάνει αξιολογικές κρίσεις αλλά δομεί ισότιμες συνειδήσεις. Οι ήρωες του, αλλάζουν και αυτοί μέσα στην πλοκή του έργου δεν παραμένουν στατικοί  και αναλλοίωτοι, είναι εξελισσόμενες οντότητες. Η ίδια   η μεταβολή των ηρώων του είναι η πλοκή του έργου.

Η δράση στα έργα του συμπυκνώνεται σε σημεία κρίσεων  μεταστροφών και καταστροφών. Οι ήρωες του ζουν στο κατώφλι, στην κόψη, ποτέ με ευκολία ή άνεση. ‘Εχουν το δικαίωμα της επιλογής καλούνται να πάρουν θέση μπροστά στα μεγάλα διλήμματα που μπαίνουν στην ζωή τους.

Ότι επέλεξε να αναδείξει ο συγγραφέα  είναι αυτά θεωρεί ότι κινούνται στις ρωγμές των αποριών, στις απροσδιοριστίες και τις ριζικές αμφισημίες. Όμως το πιο σημαντικό κατά  την άποψη μου σ’ αυτήν την προσπάθεια είναι η επικέντρωση που επιχειρεί στην ενεργητική ανάγνωση. Μια ανάγνωση που θα έχει την επίγνωση ότι κάθε σελίδα αλλάζει κάτι μέσα μας. Αυτή μπορεί να μετουσιώσει το διάβασμα σε μια κίνηση με απρόβλεπτες συνέπειες…

Κ.Σ.