Η κριτική στον @νθρωπο του διαδικτύου ως δυνατότητα ανασυγκρότησης του ανθρώπου στη δημόσια σφαίρα


Το παρακάτω κείμενο αποτελεί την εισήγηση που ετοίμασε η ομάδα Καλειδοσκόπιο, εργαστήρι για τους δραπέτες του πραγματικού και παρουσίασε στην εκδήλωση με θέμα Η κριτική στον @νθρωπο του διαδικτύου ως δυνατότητα ανασυγκρότησης του ανθρώπου στη δημόσια σφαίρα. 
Η συζήτηση έγινε με τη συμμετοχή της Σοφίας Καναούτη στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα στις 25/10/2019.

Ο σύγχρονος άνθρωπος ως προς τη βιολογική του υπόσταση διατηρεί τα αποτυπώματα της εξελικτικής διαδικασίας που τον έκανε τέτοιο. Ωστόσο στο σημερινό (μετα)καπιταλιστικό περιβάλλον δρα σ’ ένα σύμπαν προσπαθώντας, θαρρείς, να αρνηθεί την κυρίαρχη φυσική συνθήκη – ανεκτή περισσότερο ως ντεκόρ· το σύμπαν του μοιάζει φτιαγμένο όχι πια από λίθους, ξύλο, χαλκό και σίδηρο, αλλά από το υλικό των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων. Πρόκειται για τον κόσμο του διαδικτύου, που κυριαρχεί. Το διαδίκτυο έρχεται καταιγιστικό, για να αναδιαμορφώσει όχι μόνο τις εκφάνσεις τις καθημερινότητας αλλά και την ανθρώπινη υπόσταση στο σύνολο της πολυπλοκότητάς της. Έτσι, και η δημόσια σφαίρα με τη σειρά της ψηφιοποιείται. Μένει λοιπόν να ανιχνεύσει κανείς τη νέα της μορφή και να την τοποθετήσει –μαζί με τον σύγχρονο άνθρωπο– μέσα στην ιστορικότητά της.

Ο αλλοτριωμένος δημόσιος χώρος παραμένει το πεδίο όπου εκδηλώνονται οι κοινωνικές εξελίξεις και δομούνται οι υπάρξεις μας, αλλά σ’ αυτό το μετανεωτερικό στάδιο δεν συμπεριλαμβάνονται οι έννοιες της σωματικότητας και της φυσικής παρουσίας, γεγονός που μεταβάλλει τους ίδιους τους όρους ύπαρξης με πολλαπλές συνέπειες.

Στο πεδίο των αισθήσεων και της πρόσληψής τους δημιουργείται μια ατελής και εν τέλει επίπλαστη εικόνα του άλλου: αυτός είναι ένα avatar, μια περσόνα κομμένη και ραμμένη για να χωρέσει στο περιβάλλον μιας ιστοσελίδας, και έτοιμος να παίξει με τους όρους της. Ο εικονικός κόσμος αποτελείται από εικονικά στοιχεία και χρειάζεται εικονικά υποκείμενα-χρήστες. Αυτός είναι και ο νέος ρόλος που καλούμαστε να παίξουμε, εμείς σαν δέκτες και πομποί μαζί, μουδιασμένοι μέσα στα πλοκάμια του διαδικτύου και των επιμέρους εφαρμογών του. Όμως η αναβάθμιση που συντελείται εδώ, έξω από οποιονδήποτε ατομικό ή συλλογικό έλεγχο, μοιάζει από μόνη της να συνιστά αλλαγή παραδείγματος.

Το ποτάμι των δεδομένων ως διαρκώς αυξανόμενος όγκος πληροφοριών ρέει με ολοένα και μεγαλύτερες ταχύτητες, σε ευρύτερα πεδία διασποράς, συνεχώς πιο «αποδοτικό». Ωστόσο αυτή η πολυπόθητη κι ένδοξη «αποδοτικότητα» στην πορεία εκδηλώνει de facto τη στόχευσή της, όταν ο ίδιος ο δέκτης αδυνατεί να αντιληφθεί τόσο την πηγή όσο και τη σκοπιμότητα της πληροφορίας. Και ως πομπός την αναπαράγει αφοπλισμένος από το όπλο της κριτικής, μιας και δεν έχει την πολυτέλεια του χρόνου που απαιτείται ούτε τα κατάλληλα αναλυτικά εργαλεία, προκειμένου να την επεξεργαστεί και να την αξιολογήσει στο πλαίσιο ευρύτερων  ερμηνευτικών σχημάτων. Στο scrolling down του τοίχου μας (για τη διαμόρφωση του οποίου είμαστε συνυπεύθυνοι αλλά και εξαιτίας του εγκλωβισμένοι) βλέπουμε σε ένα νέο, εξελιγμένο μηχάνημα πολτοποίησης να αλέθονται πάσης φύσεως ειδήσεις, θαυμαστά κατορθώματα του κόσμου, φρικτά εγκλήματα, κοσμικά νέα και διαφημίσεις. Η αφομοίωση όλων αυτών με όρους κατανάλωσης ισοδυναμεί μέσω της απονοηματοδότησής τους με την εξομοίωση εντάσεων τελείως διαφορετικής κλίμακας (λειτουργία περίσπασης). Στην προσπάθεια για λήθη, απότοκο της ταχύτητας του scrolling, αναγκαστικά συμμορφωνόμαστε. Η συγκεκριμένη διαδικασία σε καμιά περίπτωση δεν αντιστοιχεί με έναν κατ’ επιλογή και «λελογισμένο» συμβιβασμό, αφού το φόντο όλων αυτών των διεργασιών είναι το υποσυνείδητο με χαρακτηριστικό την εκκωφαντική σιωπή που μας διακατέχει όσο είμαστε καθισμένοι μπροστά από την οθόνη. Είναι σιωπή που συσσωρεύεται και πυκνώνει, υποδηλώνοντας απειλητικά την επερχόμενη έκρηξη μιας ανθρώπινης κραυγής· κι αυτή –στο πλαίσιο της περιβόητης «αποδοτικότητας»– μένει να προβλεφθεί, να αντιμετωπιστεί και να καταπνιγεί για να μη διαρραγεί η κανονικότητα. Το βραχυπρόθεσμο αποτελεί την κυρίαρχη έκφραση κάθε πτυχής της πραγματικότητας: μικρά διαλείμματα από την καθημερινότητα, διακοπές σύντομης διάρκειας στη ροή των πληροφοριών, κοφτές εκφράσεις που μεταφέρουν μέσα από απανωτές αφαιρέσεις το απολύτως απαραίτητο μήνυμα, εικονίδια-σύμβολα αισθημάτων. Τα τελευταία, μιας και έχουν την ιδιότητα του σημειωτικού συστήματος, υπηρετούν κατά κύριο λόγο τη γενίκευση και την ομογενοποίηση, γι’ αυτό και στερούνται όλες εκείνες τις ενοχλητικές αποχρώσεις και συνδηλώσεις – εγγενώς συνδεδεμένες με το συναίσθημα ως περιγραφή και εκδήλωση. Τα υπόλοιπα περισσεύουν και κόβονται από το φίλτρο που απομειώνει, εξισώνει και αφομοιώνει τις εντάσεις των συναισθημάτων, για να χωρέσουν στο προκαθορισμένο, επιτρεπτό και φρικτά «κανονικό» πλαίσιο. 

Ας έχουμε κατά νου ότι το συναισθηματικό και διανοητικό μας υπόβαθρο αναδιαμορφώνεται μέσα στα νέα περιβάλλοντα. Εκεί, μέσα στα εκτεταμένα ηλεκτρονικά δίκτυα, το νόημα μοιάζει δυστοπικά χαμένο, και ίσως δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε πως η αλλοτρίωση έχει πλέον αντίκτυπο στην ίδια την ανθρώπινη ζωή: τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται νέου τύπου ψυχικές ασθένειες, όπως οι εξαρτήσεις από το διαδίκτυο. Άλλωστε με τον ίδιο τρόπο εξαπλώνονται και όσες σωματικές νόσοι σχετίζονται με τη μόλυνση από τα υλικά των υπολογιστών και των ηλεκτρονικών κυκλωμάτων στις χώρες-χωματερές, εκεί που αυτά απλώς πετιούνται ή περνάνε σε φάση ανακύκλωσης. Επιπλέον πολλές αυτοκτονίες έχουν την αφετηρία τους (σε ορισμένες περιπτώσεις και την απευθείας καταγραφή τους) στο διαδίκτυο, όπου γίνονται εκβιασμοί. Συχνά τέτοιες αυτοχειρίες οφείλονται στο γεγονός ότι κι εκεί κάποιες  διαφορετικότητες δεν έγιναν αποδεκτές επειδή δεν συμβάδιζαν με τα κυρίαρχα πρότυπα. Σε βίντεο που γίνονται viral παρακολουθούμε συχνά προαναγγελίες δολοφονιών ή και την υλοποίησή τους. Κι αυτό πλέον δεν είναι εικονική πραγματικότητα όσο κι αν διαμεσολαβείται από ένα τέτοιο περιβάλλον…  

Περνώντας στο πεδίο του διαλόγου, τα περιθώρια, μολονότι μοιάζουν απεριόριστα, στην πραγματικότητα είναι στενά. Ο άνθρωπος δεν κρίνεται στην ιστορικότητά του, αλλά γι’ αυτό που είπε εκείνη την ορισμένη στιγμή. Ζούμε σε ένα «διαρκές» παρόν, και σ’ αυτό τα προφίλ με τα avatar ουσιαστικά δεν λογοδοτούν πουθενά. Οι επιθετικές λεκτικές συμπεριφορές μεγεθύνονται μιας και πίσω από το πληκτρολόγιο οι φορείς τους μοιάζουν οχυρωμένοι και ασφαλείς από τη φυσική έκθεση και τη λογοδοσία. Μάλιστα συχνά και με μεγάλη ευκολία άνθρωποι κρεμιούνται στα μανταλάκια και αποδομούνται ως φυσικές υπάρξεις, έστω και παροδικά, αφού με την έλλειψη ρίσκου (απότοκο κι αυτό της εικονικότητας των σχέσεων) αδρανοποιείται και η μνήμη μας.

Μαζί με την ύπαρξή μας αλλάζουν και οι ομάδες με τις οποίες και εντός των οποίων αλληλεπιδρούμε. Η συμφωνία, η διαφωνία, η φιλία, το ανήκειν ρυθμίζονται με το πάτημα ενός κουμπιού μέσα σε δευτερόλεπτα. Η ταχύτητα με την οποία αφομοιωνόμαστε σε ένα σύνολο –ήδη ομογενοποιημένο σε γούστα και στοχεύσεις ως λόμπι κοινών/ όμοιων συμφερόντων– και «εξισωνόμαστε» με τα υπόλοιπα μέλη είναι πολύ γρήγορη. Στους ίδιους γρήγορους ρυθμούς καλούνται να ανταπεξέλθουν και τα αντανακλαστικά μας, πράγμα που έχει ως συνέπεια να αποκτάμε κι εμείς μνήμη γρήγορης προσπέλασης σαν τη RAM των υπολογιστών. Εξάλλου στα ανθρώπινα ισχύει, απ’ ό, τι φαίνεται, κι αυτό που είπε ο Κούντερα στη Βραδύτητα, ότι δηλαδή όσο πιο γρήγορα προχωράει κανείς, τόσο μεγαλύτερη ανάγκη έχει να ξεχάσει, ενώ αντίθετα οι αργοί ρυθμοί μάς θυμίζουν όσα αμείλικτα μας συμβαίνουν και μας έφεραν ως εδώ. Το επισημάναμε και παραπάνω: η ζωή μοιάζει με gaming και η προσπέλαση των δεδομένων παρέχει άπειρα περιθώρια για πληροφόρηση, αλλά σίγουρα όχι για κρίση, αφομοίωση και επεξεργασία αυτού του όγκου δεδομένων. Το κατά πόσο είναι κανείς σε θέση να αντιδράσει είναι σχετικό. Η έννοια της διάδρασης γίνεται κι αυτή κίβδηλη όπως πολλές έννοιες-παράγωγα της εικονικής πραγματικότητας, που μοιάζει να γεννά εξ ολοκλήρου έναν κόσμο χωρίς νόημα.

Η αναζήτηση νοήματος σε όλα αυτά αποτελεί ερώτημα υπαρξιακού τύπου. Πέρα από την τεράστια και προφανή οικονομική παράμετρο του διαδικτύου μέσα σε έναν σχιζοειδή καπιταλισμό (που φλερτάρει ανοιχτά πλέον με την βαρβαρότητα), ο αναστοχασμός του ανθρώπου πάνω στην αναζήτηση του νοήματος μοιάζει να αποτελεί τη συγκολλητική ουσία για τα θραύσματα του κατακερματισμένου σύμπαντος. Το «διαρκές» παρόν του διαδικτυακού μας εαυτού, η λατρεία της νεότητας και η αύξηση του μέσου όρου ζωής (στον δυτικό κόσμο βεβαίως) μοιάζουν να απομακρύνουν το ενδεχόμενο του τέλους, αλλά ο ενστικτώδης φόβος του θανάτου καλπάζει στο υποσυνείδητό μας. Το ένστικτο αυτό γίνεται στην αντανάκλασή του φόβος για τη ζωή, δηλαδή εκδηλώνεται ως επιτακτική, εναγώνια και εκκωφαντική ανάγκη να αφήσει κανείς αποτύπωμα σε αυτό το σύμπαν. Κι αυτό επιτελείται με όρους ναρκισσιστικούς, δηλαδή ξεκάθαρα ατομικιστικούς· δεν υπαγορεύονται από τη συνείδηση μιας συνέχειας που ξεπερνά το βιολογικό και ξεδιπλώνεται στην κληρονομιά αγώνων και συλλογικού παρελθόντος, το οποίο με τη σειρά μας κληροδοτούμε. Τα ψηφιακά μας χνάρια, κραυγαλέα και αδιέξοδα, υπερτονίζουν στον μαγικά πλασμένο, εικονικό κόσμο του ιστού την παρουσία μας – μια παρουσία χωρίς εμάς. Ο μόχθος της ζωής ταυτίζεται με το κυνήγι της άπιαστης αιώνιας νεότητας που προαναφέραμε, με την παραγωγή και την κατανάλωση ναρκισσιστικού τύπου προϊόντων, και η ικανοποίηση από τη ζωή μας εξισώνεται με την επιβεβαίωση που προσφέρει η συγκέντρωση like στα ψηφιακά περιβάλλοντα.  Κατ’ επέκταση πρέπει να δείχνουμε πως περνάμε καλά, πως είμαστε υπερβολικά απασχολημένοι, πως τα κάνουμε όλα και συμφέρουμε. Ξεχνάμε ότι μας κυριεύει μια υπερβολή-σύμπτωμα της μετανεωτερικής εποχής. Κι αυτή η εποχή μας γέννησε, μας δίνει δουλειά, τροφή και ένα Σάββατο, για να αγοράσουμε τη διασκέδαση που μας πουλάει μέχρι να πάμε ξανά για ύπνο.

Μολονότι τόσο πριν τον καπιταλισμό όσο και στα προηγούμενα στάδιά του υπήρχαν εμπορεύματα, στην τωρινή συνθήκη και μέσα στο δεδομένο μηχανιστικό τοπίο το υποκείμενο μετατρέπεται το ίδιο σε προϊόν-εμπόρευμα. Το αξιοσημείωτο ωστόσο εντοπίζεται αλλού: δια μέσου των προφίλ του, ο χρήστης προωθεί τον εαυτό του οικειοθελώς σαν να είναι ο μάνατζερ του εαυτού του, ακολουθώντας μιμητικά τα πρότυπα της μόδας και τους κανόνες του μάρκετινγκ. Το προϊόν που προωθεί αυτήν τη φορά είναι ο ίδιος και τα προσωπικά του δεδομένα. Οι προκλήσεις και οι υποσχέσεις της αγοράς πολλές, με μεγαλύτερη από αυτές τη δημιουργία μιας νέας ταυτότητας και την αποδοχή σε αυτό το αλλοτριωμένο, πλασματικά δημόσιο και ταυτόχρονα ιδιωτικό μέσο – με μιαν εξαιρετικά διεσταλμένη και προβληματική έννοια του ιδιωτικού. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και με τη βοήθεια της χειραγώγησης του ψυχισμού μέσω ψευδαισθήσεων η προσωπικότητα ποσοτικοποιείται, αξιολογείται και κρίνεται με κλίμακες, όπως το like, angry, χα χα! κλπ. Ο δημόσιος χώρος, που αναμφίβολα ιστορικά έχει υποστεί αλλαγές, μοιάζει τώρα να αλλοιώνεται δραματικά: συρρικνώνεται η δυνατότητα σύνθεσης και άρα συγκρότησης στο έδαφός του πρόσωπων (και όχι ταυτοτικών άτομων ) τα οποία με γέφυρες και δίαυλους επικοινωνίας ανοιχτούς πράττουν και δεν ανήκουν απλώς, τέμνονται μεταξύ τους και δεν εφάπτονται ανώδυνα. Σε αντίθεση με τη λειτουργία του δημόσιου χώρου (όπως περιγράφηκε ακριβώς παραπάνω) το καθορισμένο ηλεκτρονικά πλαίσιο του αλλοτριωμένου δημόσιου χώρου περιορίζει και τον ρόλο του υποκειμένου σε αυτόν ενός συνένοχου, παγιδευμένου, cyber δράστη. Είναι μια νέα πραγματικότητα, στην οποία άλλοι είναι παραδομένοι άνευ όρων, άλλοι απέναντί της παραμένουν καχύποπτοι και φοβικοί (κι αν νομίσαμε πως ξεφύγαμε από τον ιστό στην περίπτωση που δεν διαθέτουμε προφίλ στο facebook, ας αναρωτηθούμε πόσοι από μας έχουν gmail ή λογαριασμό στο yahoo, εταιρείες οι οποίες είναι εξίσου κολοσσιαίες και στις οποίες παραδίδουμε τα προσωπικά μας δεδομένα με ανάλογη ευκολία).

Σε κάθε περίπτωση η κοινωνικοποίησή μας εξακολουθεί να είναι το διακύβευμα των πολλαπλών εφαρμογών που κατακλύζουν το ίντερνετ – όσο κι αν αυτή η διαπίστωση μοιάζει να έρχεται σε αντίφαση με την προηγούμενη κριτική. Η μετατροπή μας σε ηλεκτρονικά κοινωνικοποιούμενα όντα αλλοιώνει μοιραία τον ίδιο τον πυρήνα του κοινωνικού ιστού: το σχεσιακό πεδίο (σχεδόν σε όλες τις εκφάνσεις του) μεταβάλλεται ραγδαία, βάζοντας νέα δεδομένα στους καθημερινούς διαλόγους, στις προτιμήσεις, στον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και γενικότερα αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή μας,  στην αλληλεπίδρασή μας με τους άλλους.

Στην πραγματικότητα αυτή το άτομο μένει μόνο του να μετρά τα νοητικά θραύσματα των επιμέρους εντυπώσεων και μοιάζει σαν να κοιτά το είδωλό του μέσα από έναν σπασμένο καθρέφτη. Το προφίλ στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έρχεται να «αποκαταστήσει» –με όρους συμμόρφωσης προς τις κυρίαρχες νόρμες και άρα κανονικοποίησης– την μπερδεμένη του ταυτότητα· ταυτόχρονα το κάνει μέτοχο στον παγκόσμιο ιστό και του παρέχει πλέον τη δυνατότητα άμεσης διάδρασης, πράγμα που η τηλεόραση παλαιότερα δεν του έδινε. Ωστόσο το χαρακτηριστικό του κατακερματισμού διαπερνά τον κόσμο μας, την αντίληψή μας γι’ αυτόν αλλά και για την ίδια την υποκειμενικότητά μας· και μια εικονική αλληλεπίδραση εξελίσσεται στη «δημόσια» σφαίρα που της αναλογεί. 

Στο σημείο αυτό είναι ανάγκη να δεχτούμε και να ψηλαφήσουμε τις δικές μας αντιφάσεις, επειδή η παραπάνω προβληματική ακουμπά όχι μόνο τους τρόπους που βιώνουμε τον εαυτό μας και τις διαπροσωπικές μας σχέσεις αλλά και την επιλογή μας να κάνουμε πολιτική. Δεν πρόκειται επομένως για ακαδημαϊκού τύπου αναζητήσεις, πρόκειται για εκείνο το κομμάτι μας που θα παραμείνει μισό και ασυντέλεστο, αν δεν καταφέρουμε να αφήσουμε πίσω μας προς δικαίωση τους δικούς μας ημιτελείς και ανεκπλήρωτους αγώνες προκειμένου να αλλάξει το υπάρχον. Σκοπός μας είναι (πέρα από διαφωνίες και αποχρώσεις συμφωνιών) να ανοίξει με όρους συλλογικούς στη δημόσια σφαίρα μια συζήτηση για τις πρακτικές, τα μέσα, τα εργαλεία, τις διαδικασίες και τις διαδρομές, με μια λέξη για το πώς μπορούμε να επενεργήσουμε σε ένα περιβάλλον που μας ξεπερνά ως προς τους μηχανισμούς και την ισχύ του.

Για να κλείσουμε αυτή την πρό(σ)κληση, ας αναρωτηθούμε πόσο είναι στο χέρι μας να καθορίζουμε αυτό που χωράει μέσα στο σημερινό κανονιστικό πλαίσιο και ποια είναι τα περιθώρια λάθους, εφόσον υποχρεωνόμαστε βίαια και μέσω της ταχύτητας των ρυθμών της ζωής να ξεχνάμε την αξία του λάθους, του λάθους που αλλάζει τα δεδομένα. Ας φανταστούμε μία μπάντα που παίζει μουσική ολόσωστα, πιστά στην παρτιτούρα· μέχρι που ένα μέλος της ομάδας κάνει ένα λάθος και παρασύρει και τους υπόλοιπους να ακολουθήσουν. Υπάρχει το ενδεχόμενο –στην προσπάθεια να σωθεί η παράσταση– να προκύψει ένα εντελώς καινούργιο ακρόαμα, αισθητικά ανώτερο του αρχικού σχεδίου. Αυτό είναι φυσικά το καλό σενάριο. Ίσως η εποχή να επιζητά ένα τέτοιο μεγαλειώδες λάθος που θα πάρει σβάρνα και τα υπόλοιπα,  και την τελευταία στιγμή θριαμβευτικά θα αποφευχθεί η πανωλεθρία. Ωστόσο έχουμε απόλυτη συνείδηση ότι όσο κι αν η περιπλοκότητα των συστημάτων αυξάνει την αστάθειά τους και μεγαλώνει τις πιθανότητες λάθους, μια εξέγερση δίχως φυσικές παρουσίες και αυτοδέσμευση, χωρίς αναλυτικά εργαλεία, κριτική και συνολικότερα ερμηνευτικά σχήματα δεν θα μπορέσει ποτέ να διευρύνει τις ρωγμές, να ξεκινήσει από αυτό το καθοριστικό λάθος την ανατροπή του υπάρχοντος. Ακόμα κι έτσι όμως, ποιος θα πάρει το ρίσκο να γίνει εμπνευστής, μαέστρος, και εκτελεστής του καινούργιου αν όχι ένα συλλογικό (και όχι αθροιστικό μονάδων) εμείς; Μπορούμε να εμπιστευτούμε απλώς την τύχη ότι αυτή θα καθορίσει έξω από τη δική μας βούληση και εμπρόθετη δράση τα νέα σύμβολα που θα επιβιώσουν της γενικότερης ισοπέδωσης; Ξέρουμε ότι η ζωή «θέλει» να ζήσει – ενώ όλοι γεννιούνται και πεθαίνουν, κι αυτό έχει αποτυπωθεί σε όλες τις επαναστατικές διαδικασίες. Αυτό το πλαίσιο μάς χώρεσε σαν ανθρωπότητα αιώνες. Μένει να δούμε πόσα λάθη ως εφαλτήρια χειραφέτησης χωράνε ακόμα.