Κατεβάστε τον ηλεκτρονικό κατάλογο της βιβλιοθήκης: librarycatalogue.11.7.18
Μικρός αναστοχασμός πάνω σε κυρίαρχες τάσεις και πιθανές χρήσεις των βιβλιοθηκών: με αφορμή την δημιουργία του ψηφιακού καταλόγου της βιβλιοθήκης του στεκιού
Η ψηφιακή καταγραφή και η διαδικτυακή ανάρτηση του μεγαλύτερου τμήματος της λίστας των τίτλων που περιλαμβάνει η βιβλιοθήκη του στεκιού είναι γεγονός! Μετά από αρκετούς μήνες προσπάθειας, μέσα από συνεχείς εκκινήσεις, παύσεις, επανεκκινήσεις, ξανά παύσεις και… ξανά επανεκκινήσεις, παραπάνω από τα 2/3 των τίτλων των διαθέσιμων βιβλίων έχουν περαστεί σε ηλεκτρονική μορφή. Το δίχως άλλο, υπήρξε ένα εγχείρημα χρονοβόρο και επίπονο όσο και δημιουργικό, αλλά και, παράξενα, διασκεδαστικό. Από το συνεχές πήγαιν-έλα των υπολογιστών στο χώρο της βιβλιοθήκης, το ανεβοκατέβασμα των βιβλίων στα ράφια προκειμένου να περαστούν, όσο και τις αφορμές για συνεύρεση της μικρής ομάδας ανθρώπων που δηλώσαμε το ενδιαφέρον μας για το εγχείρημα, η διαδικασία της ψηφιακής καταγραφής μας έφερε πιο κοντά στα βιβλία, στην ίδια τη βιβλιοθήκη, αλλά και μεταξύ μας.
Όμως, καθώς η καταγραφή επεκτείνονταν, και οι ηλεκτρονικές εγγραφές δεν αποτελούσαν πια μόνο μερικές σκόρπιες καταχωρήσεις, αλλά κάτι που αντιστοιχούσε όλο και περισσότερο σε ό,τι στέκονταν στα ράφια ολόγυρα μας, άρχισαν και οι πρώτοι προβληματισμοί.
Στο μεταίχμιο δύο εμπειριών
Κάποια στιγμή στην πορεία λειτουργίας της βιβλιοθήκης κρίναμε πως το ηλεκτρονικό πέρασμα των τίτλων έγινε πια αναγκαίο. Ήταν προφανής για εμάς η αίσθηση ύπαρξης τάξης σε κάτι που είναι ηλεκτρονικά καταγεγραμμένο, καθιστώντας το εύκολα εποπτεύσιμο και άμεσα εντοπίσιμο, έναντι εκείνου, στο οποίο, καθότι χειρόγραφα καταγεγραμμένο, δεν έχουμε εποπτεία. Και μιας και είμαστε και εμείς παιδιά της εποχής μας και χρήστες Η/Υ, η ανάγκη καταγραφής του υλικού της βιβλιοθήκης βρήκε αυτονόητα διέξοδο στην χρήση της ανάλογης τεχνολογίας (ηλεκτρονικός κατάλογος στη μορφή ενός ταπεινού αρχείου excel). Ο εύκολος εντοπισμός των βιβλίων στα ράφια, με την βοήθεια του καταλόγου, και η δυνατότητα διαδικτυακής δημοσιοποίησης του, ώστε να γνωστοποιηθεί η ύπαρξή της βιβλιοθήκης και να διευκολυνθεί ο αντίστοιχος δανεισμός, βρίσκονται ανάμεσα στα προφανή πλεονεκτήματα της ηλεκτρονικής καταλογογράφησης.
Ωστόσο, από την αρχή, η ίδια η ανάγκη της καταλογογράφησης έμοιαζε να κοντράρει ανοιχτά την εμπειρία που αποκομίσαμε, ασχολούμενοι με τη βιβλιοθήκη, κατά την διαδικασία της δημιουργίας του καταλόγου.
Εν ολίγοις, αν η ζωή της βιβλιοθήκης-μετά-την-δημιουργία του καταλόγου μας φαίνονταν τόσο διαφορετική από τη ζωή μας-με-τη-βιβλιοθήκη κατά την διάρκεια της δημιουργίας του, τότε αυτό το ενδόμυχο κλότσημα ανάμεσα στις δύο εμπειρίες, εύκολα μετατράπηκε σε αυθόρμητη πηγή ενός κριτικού προβληματισμού, ενός μικρού αναστοχασμού πάνω στο παρόν και το μέλλον τόσο της δικής μας όσο και των βιβλιοθηκών γενικά.
Και αυτό γιατί, ίσως, αυτή η ένταση ανάμεσα στις δύο εμπειρίες να μην ήταν τόσο αβάσιμη, ούτε και τόσο περιπτωσιολογική. Ίσως, μέσα της να βρίσκονταν κωδικοποιημένες ευρύτερες κοινωνικές και θεσμικές δυναμικές· αντιλήψεις για το πώς βλέπουμε να λειτουργούν οι βιβλιοθήκες –όλο και περισσότερο- σήμερα, αλλά και για το πώς θα θέλαμε να είναι, με σημείο αναφοράς τη σχέση ανάμεσα στην τωρινή ύπαρξη τους και την πληθώρα των ψηφιακών δυνατοτήτων που ανοίγονται μπροστά τους.
Αναγκαιότητα, γραμμικότητα, ψηφιακότητα;
Η τάση για ψηφιοποίηση μοιάζει να αποτελεί μία από τις κυρίαρχες δυναμικές που αναδιοργανώνουν τις βιβλιοθήκες στις μέρες μας. Οι εξαγγελίες για μια κοινωνία της πληροφορίας, που είναι ήδη εδώ, και ο λόγος περί της 4ης βιομηχανικής επανάστασης –η οποία, φανταζόμαστε, έπεται της 3ης και προηγείται της 5ης– που επιφέρουν οι τεχνολογίες πληροφορικής, επικοινωνίας, αυτοματισμού και τεχνητής νοημοσύνης, εμπνέει τις δράσεις των βιβλιοθηκών και σφραγίζει την φυσιογνωμία τους.
Σε αυτή την ισχυρή, πανταχού παρούσα, αφήγηση, το ψηφιακό σύμπαν το οποίο δομούν οι εφαρμοζόμενες τεχνολογίες μοιάζει ως κάποιου είδους αναπόδραστο μέλλον, ένα ακόμη ιστορικό στάδιο στην μακρά διαδοχή των σταδίων εκείνων που προηγήθηκαν, και των άλλων που θα ακολουθήσουν. Στη βάση μιας τέτοιας αναδυόμενης νοοτροπίας μοιάζει να λειτουργούν πολλές από τις σημερινές βιβλιοθήκες-πρότυπα· θαυμαστά εμβλήματα του νέου, του καινοτόμου, του ψηφιακού. Οι νέες τεχνολογίες κυριαρχούν είτε με τη μορφή διαθέσιμων ψηφιακών gadget, σεμιναρίων digital marketing και 3D printing είτε ως συνεχής επιμόρφωση πάνω στη διαχείριση της πληροφορίας, την άμεση και εξορθολογισμένη πρόσβαση στη ζητούμενη γνώση.
Εδώ και καιρό λέγεται ότι οι βιβλιοθήκες του αύριο δεν μπορούν να είναι μία αποθήκη βιβλίων, ένας αραχνιασμένος χώρος όπου στοιβάζονται τόμοι επί τόμων, σελίδες επί σελίδων, και οι μόνοι τους οποίους μπορεί να ενδιαφέρουν να είναι κάποιοι μεμονωμένοι γραφικοί -σχεδόν εμμονικοί;- βιβλιοφάγοι.
Μόνο που ό,τι εννοείται με τις διακηρύξεις αυτές περί ανοικότητας και προσβασιμότητας είναι ακριβώς η σημερινή μετατόπιση από τις βιβλιο-θήκες, σε χώρους όπου το βιβλίο δεν αποτελεί παρά μόνο μία από τις λειτουργίες και τους λόγους ύπαρξης τους, και μάλιστα εκείνος με τη μικρότερη σημασία. Ίσως θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για βιβλιοθήκες-μετά-το-βιβλίο ή για ψηφιο-θήκες με βιβλία.
Σίγουρα, σε αυτές μπορεί κάποιος να ψάξει στον online κατάλογο και να εντοπίσει με την ακρίβεια ραφιού ή και θέσης πάω στο εκάστοτε ράφι, το βιβλίο που αναζητά. Όμως η επίσκεψη του στο χώρο, είναι εξαρχής οργανωμένη έτσι, όχι για να βυθιστεί σε κάποια σιωπηρή μελέτη ή να συνεχίσει το ψάξιμο του στα ράφια, αλλά για να ασχοληθεί με οτιδήποτε άλλο εκτός από τα βιβλία και την ανάγνωση τους. Έτσι, το αρχικό ψάξιμο στον ηλεκτρονικό κατάλογο δεν γίνεται μια ωραία και εύκολη αφορμή για να ανοιχτεί στον πολύπλοκο και απαιτητικό κόσμο των βιβλίων και της ανάγνωσης τους, αλλά για να συνεχίσει, με μεγαλύτερη ένταση, την πλοήγηση του στις νέες τεχνολογίες, τα νέα μέσα, τις τεχνικές διαχείρισης της πληροφορίας και πάει λέγοντας.
Αν όμως κάτι τέτοιο ισχύει, τότε η αρχική επαφή, ψηφιακού τύπου, που έχουμε ήδη με τον ηλεκτρονικό κατάλογο μιας σύγχρονης βιβλιοθήκης μπορεί, κατά παράδοξο τρόπο, να μας απομακρύνει από αυτήν. Καθώς ακολουθούμε την κυρίαρχη φορά των –ψηφιακών- πραγμάτων, το ψηφιακό δεν εκβάλλει στους διαδρόμους και τα ράφια, στις σκονισμένες σελίδες και τα σιωπηρά αναγνωστήρια, αλλά στον επόμενο σταθμό της τεχνολογικής ανάπτυξης, στο επόμενο στάδιο κοινωνικής οργάνωσης. Ας μην ξεχνάμε, μετά την 3η βιομηχανική επανάσταση, έρχεται η 4η.
Άλλες, πιθανές χρήσεις
Κάπου εδώ είναι, όμως, που η εμπειρία μας από τη δημιουργία του καταλόγου της δικής μας βιβλιοθήκης κοντράρει την κυρίαρχη μοίρα των ψηφιακών καταλόγων, στην ψηφιακή εποχή. Αν η κυρίαρχη δυναμική, η πάγια ώθηση που δίνεται από τον θεσμό της βιβλιοθήκης στις μέρες μας είναι η διαρκής επιστροφή στο ψηφιακό, δηλαδή από το ψηφιακό στο ψηφιακό, σαν σε κλειστό –ψηφιακό;- κύκλωμα, τότε ο ηλεκτρονικός μας κατάλογος εκτίθεται σε αυτόν ακριβώς τον κίνδυνο.
Καθώς αναπαριστά με τρόπο εύτακτο, διάφανο και ορθολογικό τον περιεχόμενο της βιβλιοθήκης μας είναι πολύ πιθανό να υποσκιάσει και να παρακάμψει τα ίδια τα βιβλία και εν τέλει την ίδια την βιβλιοθήκη, που και εμείς γνωρίσαμε, κατά την διαμόρφωση του. Αντί για έναν κόσμο αβαρή, ευέλικτο και εύκολα διαθέσιμο, αυτό που ανακαλύψαμε ήταν τα διλήμματα της ταξινόμησης, την έκπληξη μπροστά σε βιβλία που ούτε και εμείς ξέραμε ότι έχουμε, αλλά πάντα ψάχναμε, την υλικότητα των βιβλίων σε όλες τις ευχάριστες και δυσάρεστες διαστάσεις της, την δική μας σωματική παρουσία μέσα σε αυτό το σύμπαν χαρτιού, σκόνης, μεταξύ μας αφηγήσεων και απροσδόκητης γνώσης.
Καθώς διαφορετικά βιβλία περνούσαν από τα χέρια μας, ανοίγοντας μας σε διαφορετικές θεματικές, χωρίς κάποια εκ των προτέρων καθορισμένα ερωτήματα, προσωπικά ενδιαφέροντα και ερευνητικές προθέσεις, ήρθαμε σε επαφή με το τυχαίο στη γνώση. Αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε τη σημασία του να πέφτεις πάνω σε ένα ή περισσότερα βιβλία που δεν έχεις εκ των προτέρων επιλέξει και που, απλά, αγνοείς ακόμη και την ύπαρξη τους. Πως είναι όταν ψάχνεις και βρίσκεις με ακρίβεια και τρόπο υπολογισμένο αυτό που πραγματικά και ακριβώς θέλεις να διαβάσεις ή να μάθεις, και που σου δίνεται με σχετική ευκολία μαζί με την προτροπή για ακόμη περισσότερη τέτοιου τύπου μάθηση; Ε, ακριβώς το αντίθετο!
Αυτό που εννοείται εδώ, και αυτό προέκυψε και από την ίδια την πράξη της ψηφιακής καταλογογράφησης, είναι ότι η επαφή με την βιβλιοθήκη, και ό,τι αυτή μπορεί να σημαίνει, δεν ακολουθεί την λογική της καταλογογράφησης. Το κατέβασε-ανέβασε των βιβλίων από τα ράφια για να περαστούν, με όλο το μπέρδεμα στη σειρά και την αμφισημία στην ταξινόμηση τους, μπορεί βάσιμα να παραλληλιστεί με το πηγαινέλα ανάμεσα στα ράφια. Πότε πιάνεις το βιβλίο της μιας κατηγορίας, πότε το βλέμμα πέφτει σε κάποιο άλλο, της ίδιας ή άλλης κατηγορίας. Πότε ξεκινάς για ιστορία και καταλήγεις στην ποίηση, πότε έρχεσαι για Παλαμά και καταλήγεις να φύγεις με Εμπειρίκο. Περισσότερο μοιάζει με μια τυχαία συνάντηση με τα βιβλία και τους ανθρώπους που μπορεί να πετύχεις εδώ, παρά το γεγονός ότι οπωσδήποτε έχεις κάτι στο μυαλό σου που θέλεις να δανειστείς και, δίχως αμφιβολία, το ψάξιμο στον ηλεκτρονικό κατάλογο είναι πάντα μια καλή, εύκολη και χρήσιμη αρχή.
Όμως αυτή η πλοήγηση στο ψηφιακό σύμπαν γιατί, άραγε, πρέπει να ωθεί πέρα από τα βιβλία –με εξαίρεση το βιβλίο που ήθελες εξαρχής να βρεις- και όχι σε μια περιπλάνηση στα ράφια κάθε βιβλιοθήκης;
Αν οι σημερινές βιβλιοθήκες τείνουν, επικίνδυνα, να παρακάμψουν το βιβλίο, επιφυλάσσοντας του μια δευτερεύουσα, στην καλύτερη περίπτωση, θέση στην ψηφιακή εποχή, τότε αυτό συνιστά μια παράδοξη απομάκρυνση από τα ίδια τα ράφια και τις τυχαίες ανακαλύψεις που μπορούν να επιφυλάσσουν.
Διακηρύσσοντας όπου βρεθούν την ανοικτότητα τους, ομνύοντας στο ότι δεν είναι πια αποθήκες βιβλίων, χώροι συναναστροφής των γραφικών, στην πραγματικότητα δεν ευνοούν την ελεύθερη, σωματική πρόσβαση στους ίδιους τους διαδρόμους και τα ράφια με τα βιβλία, στο άδυτο των αδύτων των παλαιότερων, επί το πλείστον κλειστών στο ευρύ κοινό, βιβλιοθηκών. Αντίθετα, η ανοικτότητα για την οποία γίνεται λόγος σήμερα, αφορά ακριβώς το μετά-το-βιβλίο-παράδειγμα, όπου το ψηφιακό –πρέπει να- καλεί το ψηφιακό, όπως, ας μην ξεχνάμε, η 3η τεχνολογική επανάσταση προηγείται της 4ης , που με τη σειρά της έπεται αυτής, και προηγείται της 5ης.
Όμως, αν κάτι μας έμεινε σαν απορία, από αυτή τη μικρή διαδικασία ψηφιακής καταλογογράφησης, είναι το γιατί το ζήτημα να πρέπει να κατανοείται αναγκαστικά έτσι; Ποια είναι αυτή η αναπόδραστη γραμμική κίνηση που επιβάλλει την απομάκρυνση από τη βιβλιοθήκη, όπως την περιγράψαμε, τη στιγμή που η εύκολη πρόσβαση σε αυτή μας αναγγέλλεται από παντού ως η ύψιστη αποστολή της; Από την δική μας εμπειρία πάντως, η απάντηση είναι: καμία.
Αν φτιάχνοντας έναν ψηφιακό κατάλογο, αντιληφθήκαμε, με τρόπο που ούτε εμείς περιμέναμε, ότι η σχέση με τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες είναι στην πραγματικότητα πολύ περισσότερα πράγματα από μια εύτακτη αναζήτηση =>ανεύρεση => ανάγνωση=> γνώση, τότε η χρήση του ψηφιακού δεν είναι αναγκαίο, ούτε μοιραίο να οδηγήσει στην αναίρεση αυτής της, ανέλπιστης, ανακάλυψης μας.
Αν, μάλιστα, αληθεύει αυτό που λένε, ότι η χρήση της τεχνολογίας εξαρτάται σε σημαντικό βαθμό από τις αξίες, τις επιθυμίες και τις αντιλήψεις του κοινωνικού και θεσμικού πλαισίου εντός του οποίο καλείται να λειτουργήσει, τότε θα μπορούσαμε να ενθαρρύνουμε την χρήση του ψηφιακού κατάλογου μας υπό μία, σπανίζουσα στις μέρες μας, προοπτική. Αντί να επιτρέπει, να ενθαρρύνει και να προκαλεί μια βαθύτερη –συνηθέστερα κουλάτη, αλλά τόσο άκριτη- βουτιά στο ψηφιακό, θα μπορούσε να κάνει το αντίστροφο. Να θέτει σε χρήση το ψηφιακό κατατείνοντας στην επαφή άλλου, χάρτινου τύπου με τα βιβλία.
Όσο περήφανοι και αν είμαστε για το μικρό μας excel, ξέρουμε, πια, ότι δεν μπορεί να συλλάβει θεμελιώδεις διαστάσεις της ύπαρξης και της λειτουργίας μια βιβλιοθήκης. Η πληροφόρηση που μπορεί να προσφέρει για το περιεχόμενο της βιβλιοθήκης δεν είναι παρά ένα μικρό ποσοστό του τι μπορεί να προκύψει από την ελεύθερη κίνηση μέσα σε αυτή. Η απροσδόκητη συνάντηση με βιβλία και ανθρώπους, που τυχαίνει να βρίσκονται λίγο πιο πέρα, λίγο πιο δίπλα, τσακίζεται στις μπάρες των ηλεκτρονικών κελιών του.
Επομένως, από τη δική μας μεριά, ενθαρρύνουμε, επιτρέπουμε και προκαλούμε να μην γίνει το άνοιγμα στην, πανθομολογούμενη, ευχρησία του ψηφιακού καταλόγου, κλειστό κύκλωμα που θα μας οδηγήσει σε ό,τι ήδη ωθούμαστε από παντού να κάνουμε. Αντίθετα, μπορεί να κατανοηθεί, ως αφετηρία γνωριμίας με αυτόν τον κόσμο που ξεπηδά ανάμεσα στα ράφια· με το τυχαίο της γνώσης, την περιπέτεια της εξερεύνησης. Ίσως έτσι, βοηθούντων και των ψηφιακών εργαλείων, μπορέσουμε να κάνουμε πράξη ό,τι αποφαίνεται και η Βιρτζίνια Γούλφ, σε μια αφίσα που κοσμεί έναν τοίχο της βιβλιοθήκης μας: «Εξερευνώ τις δημόσιες βιβλιοθήκες, και τις βρίσκω γεμάτες κρυμμένους θησαυρούς».
Ανάμεσα στα ράφια και στον ηλεκτρονικό κατάλογο
α) ψάχνοντας στα ράφια
Για την αναζήτηση στα ράφια της βιβλιοθήκης αρχικά εντοπίζουμε την κατηγορία στην οποία ανήκει το βιβλίο που θέλουμε (π.χ. πολιτική θεωρία-ελλάδα, λογοτεχνία, κοινωνικές επιστήμες). Για τον εντοπισμό της χρήσιμο είναι το καρτελάκι που βρίσκεται στη ράχη κάθε βιβλίου ή αλλιώς το νούμερο ηλεκτρονικής καταγραφής του βιβλίου, στην πρώτη στήλη του ηλεκτρονικού καταλόγου. Η κατηγορία που ανήκει το βιβλίο σημαίνεται με τον πρώτο αριθμό στο καρτελάκι/αριθμό ηλεκτρονικής καταγραφής. Έτσι, για το καρτελάκι ή τον αριθμό 16-FRI-1, θα πρέπει να στραφούμε στην κατηγορία με το νούμερο 16, δηλαδή στη λογοτεχνία.
Αν δεν γνωρίζουμε την κατηγορία, τότε ξεκινάμε να ψάχνουμε, υποθέτοντας την κατηγορία στην οποία θα μπορούσε να είναι ταξινομημένο. Μια πραγματική άσκηση στον αυτοσχεδιασμό και ο ιδανικός τρόπος διεύρυνσης της βιβλιοθηκονομικής μας φαντασίας! Διαφορετικά, ρωτάμε κάποιον ή κάποια από την ομάδα βιβλιοθήκης στου στεκιού που, ίσως, βρίσκεται εκείνη τη στιγμή στο χώρο.
Έχοντας εντοπίσει την γενική κατηγορία, αρχίζουμε την αναζήτηση μας στα ράφια. Εδώ ο πρώτος κανόνας είναι ότι προηγούνται στο ράφι κάθε κατηγορίας οι εγγραφές με λατινικούς χαρακτήρες. Δηλαδή, στο ανωτέρω υποθετικό καρτελάκι/αριθμό ηλεκτρονικής καταγραφής 16-FRI-1 θα πρέπει να στραφούμε στην αρχή του ραφιού της κατηγορίας της λογοτεχνίας. Εκεί θα δούμε τοποθετημένα με αλφαβητική σειρά πρώτα τα βιβλία που έχουν περαστεί με λατινικούς χαρακτήρες. Αμέσως μετά από αυτά ξεκινάνε τα βιβλία που έχουν περαστεί με ελληνικούς χαρακτήρες. Σε αυτά θα στραφούμε αν το καρτελάκι/αριθμός ηλεκτρονικής καταγραφής του βιβλίου που ψάχνουμε είναι π.χ. 16-ΦΡΙ-1.
Παρεμπιπτόντως, ο τελευταίος αριθμός στο καρτελάκι/αριθμό ηλεκτρονικής καταγραφής (στο παράδειγμα μας το -1) σημαίνει τον αριθμό των διαθέσιμων αντιτύπων για το συγκεκριμένο βιβλίο.
Παρότι κάνουμε συνεχείς και φιλότιμες προσπάθειες, ώστε να διατηρείται η αλφαβητική σειρά των βιβλίων στα ράφια, κάτι τέτοιο δεν είναι πάντα εύκολο να επιτευχθεί. Η αυτό-οργάνωση μιας ανοικτής βιβλιοθήκης σε έναν, εξίσου ανοικτό, πολιτικό χώρο σημαίνει την εξοικείωση των μελών της στο –όχι πάντα ευχάριστο- αναπάντεχο των αλλαγών που έχουν συμβεί στο χώρο, κατά την απουσία μας.
Αν οι βιβλιοθήκες δεν είναι ούτε μαυσωλεία χαρτιού, γεμάτα από απαγορεύσεις και προσκόμματα στη χρήση των βιβλίων, ούτε όμως και ένας, δίχως όρους και όρια, χώρος κοινωνικής συνεύρεσης ανθρώπων, απλά με φόντο κάποια ράφια γεμάτα βιβλία, τότε και η από κοινού-συμβιωτική χρήση του χώρου από πολλούς και διαφορετικούς ανθρώπους μας κάνει να περιγράψουμε το δικό μας εγχείρημα με τα λόγια του συγγραφέα και βιβλιοθηκονόμου Georges Perec, όταν γράφει για τα βιβλία που είναι μάλλον αδύνατον να τακτοποιηθούν:
«[…] Ταλαντευόμαστε ανάμεσα στην ψευδαίσθηση του περατωμένου και τον ίλιγγο του ασύλληπτου. Εν ονόματι του περατωμένου θέλουμε να πιστεύουμε ότι υπάρχει μια μοναδική τάξη που θα μας επιστρέψει ενδεχομένως να φτάσουμε διαμιάς στη γνώση· εν ονόματι του ασύλληπτου, θέλουμε να νομίζουμε πως η τάξη και η αταξία είναι δύο πανομοιότυπες λέξεις που δηλώνουν το τυχαίο.
Ενδέχεται επίσης και οι δύο να είναι παγίδες, οφθαλμαπάτες που έχουν προορισμό να συγκαλύψουν τη φθορά των βιβλίων και των συστημάτων.
Ανάμεσα στις δύο εκδοχές, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι κακό οι βιβλιοθήκες μας να χρησιμεύουν επίσης πότε πότε ως μνημοτεχνικό παιχνίδι, αναπαυτική θέση για τις γάτες και χώρος των πιο ετερόκλητων πραγμάτων».
Είναι ακριβώς αυτή η αντίληψη μας, για το έργο της καταγραφής και της ταξινόμησης των βιβλίων, που μας οδήγησε στη θέσπιση του δεύτερου κανόνα για την αναζήτηση των βιβλίων στα ράφια της βιβλιοθήκης μας: μάθε καλά τον πρώτο κανόνα!
Μετά απ’ όλα αυτά, αφού εντοπίσουμε στο ράφι το βιβλίο που θέλουμε να δανειστούμε, ακολουθούμε τις οδηγίες δανεισμού που είναι αναρτημένες στον πίνακα ανακοινώσεων του χώρου, αλλά και στον κατάλογο δανεισμού.
β) ψάχνοντας στον ηλεκτρονικό κατάλογο
Για την αναζήτηση κάποιου βιβλίου ηλεκτρονικά ακολουθούμε το link του καταλόγου από την σελίδα της βιβλιοθήκης στο blog του στεκιού.
https://steki-perasma.espivblogs.net/
Εκεί ψάχνουμε στο αρχείο excel στην κατηγορία που μας ενδιαφέρει ή στο ηλεκτρονικό ψαχτήρι του καταλόγου (Ctrl+F) με κεφαλαία γράμματα.
Κατά τα’ άλλα, για την ηλεκτρονική αναζήτηση ισχύουν όσα είπαμε κατά τον μικρό αναστοχασμό περί βιβλιοθηκών που προηγήθηκε.
γ) προσφέροντας βιβλία
Είμαστε ανοικτοί σε προφορές βιβλίων που εμπίπτουν σε όλες τις ήδη υπαρκτές κατηγορίες της βιβλιοθήκης. Καθώς, όμως, οι βιβλιοθήκες αποτελούν όντα περίπλοκα και διαρκώς εξελισσόμενα, είμαστε, εξίσου, ανοικτές σε προσφορές βιβλίων που δεν εμπίπτουν σε καμία από τις ήδη υπαρκτές κατηγορίες, αλλά θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν τη βιβλιοθήκη με νέες. Για παράδειγμα, οι προσφορές παιδικών βιβλίων θα μας ωθήσουν να φτιάξουμε μια ανάλογη κατηγορία ή ένας ικανός αριθμός ξενόγλωσσων βιβλίων θα μας οδηγήσει στην διαμόρφωση αντίστοιχης κατηγορίας. Και αυτό γιατί, ο τρόπος ύπαρξης και λειτουργίας της βιβλιοθήκης του στεκιού τελεί σε δυναμική σχέση με όλους εκείνους που την χρησιμοποιούν, δανειζόμενοι από αυτήν ή προφέροντας σε αυτήν βιβλία.
Αυτός ο σχεσιακός χαρακτήρας έχει οδηγήσει ήδη κάποιους από εμάς στο να προφέρουν βιβλία από την προσωπική τους βιβλιοθήκη, ακολουθώντας ένα ταπεινό, αλλά, για μας, σοφό σκεπτικό: εφόσον υπάρχει η δυνατότητα άμεσου δανεισμού των βιβλίων, εφόσον αυτά δεν είναι ήδη δανεισμένα, γιατί να μην μεταφερθεί ένας αριθμός βιβλίων από την δική μου βιβλιοθήκη στα ράφια της βιβλιοθήκης του στεκιού; Κάπως έτσι, τα «δικά μου» βιβλία παύουν να είναι ακριβώς δικά μου, μιας και παίρνουν μέρος στο κοινό των βιβλίων της αυτοδιαχειριζόμενης βιβλιοθήκης. Ταυτόχρονα, όμως, δεν χάνω την δυνατότητα να ανατρέξω ανά πάσα στιγμή σε αυτά, δεν τα αποχωρίζομαι –αλίμονο!- οριστικά και αμετάκλητα. Τα όρια ανάμεσα σε ό,τι δικό μου και ό,τι κοινό περιπλέκονται και καθίσταται σταδιακά πορώδη και –τι πιο ωραίο- η βιβλιοθήκη ενισχύεται με καλά βιβλία που θα συνεχίσουν να διαβάζονται από ακόμα περισσότερες.
δ) επιστρέφοντας δανεισμένα βιβλία
Ίσως το πιο άβολο, και σίγουρα το πιο άχαρο, μέρος της ενασχόλησης μας την βιβλιοθήκη: η υπενθύμιση, σε όσους έχουν δανειστεί κάποιο βιβλίο, της υποχρέωσης τους… να το επιστρέψουν. Ιδανικά, κάτι τέτοιο θα ήταν αχρείαστο μιας και το αίσθημα προσωπικής ευθύνης και η επιθυμία να συνεχίσει το συγκεκριμένο βιβλίο το ταξίδι του στα χέρια και τα βλέμματα των επόμενων αναγνωστριών θα αρκούσε. Εμπειρικά μιλώντας όμως, η υπογράμμιση της υποχρέωσης για έγκαιρη επιστροφή των δανεισμένων βιβλίων είναι σίγουρα απαραίτητη.
Δεν είναι τόσο η ανάγκη να τηρούνται οι κανόνες και οι όροι που έχουμε θέσει για τον δανεισμό- η άλλη όψη του ελεύθερου χαρακτήρα του. Κυρίως είναι η αίσθηση ότι μια εκούσια, υπεύθυνη και έγκαιρη επιστροφή των βιβλίων συνιστά, στα μάτια μας τουλάχιστον, μια μικρή, αλλά σαφή ένδειξη ότι το εγχείρημα μας δεν είναι μάταιο· ότι, εν τέλει, οι αυτοοργανωμένοι θεσμοί μπορούν να υπάρξουν και να ευημερήσουν!
ε) για επικοινωνία
Αναζητείστε μας στο χώρο του στεκιού κάθε Πέμπτη 20:00-23:00
Και στο e-mail adva@espiv.net