Σημειώσεις από την συζήτηση “Καλειδοσκοπώντας τον Μπόρχες”


Σημειώσεις από την συζήτηση “Καλειδοσκοπώντας τον Μπόρχες” *

Στον τίτλο του μικρού διηγήματος του Μπόρχες “Η πράξη του βιβλίου” αναγνωρίζουμε την δημιουργική δύναμη της ανάγνωσης, αλλά και του μοιράσματος αυτού που βιώσαμε σε μια ιστορία. Στις 20/9 μοιραστήκαμε την πράξη του βιβλίου του Μπόρχες.

  • Σύντομα βιογραφικά στοιχεία

Ο Χ. Λ. Μπόρχες γεννήθηκε στις 24 Αυγούστου 1899 στο Μπουένος Άιρες και πέθανε στις 14 Ιουνίου 1986.

Από μικρός ήρθε σε επαφή με τη λογοτεχνία χάρη στην βιβλιοθήκη του πατέρα του. Η οικογένειά του ήταν ανώτερης κοινωνικής τάξης. Μεγάλωσε ως, και παρέμεινε ως το τέλος της ζωής του, ένας άνθρωπος της βικτωριανής εποχής. Προς το τέλος της ζωής του επιδεινώνεται σε τέτοιο βαθμό το ήδη υπάρχον πρόβλημα στα μάτια του που τυφλώνεται. Όμως αυτό δεν τον εμποδίζει να διατελεί διευθυντής της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Ο Εμίρ Ροδρίγες Μονεγάλ περιγράφει την κάθοδό του με τον Μπόρχες, το 1956, στο υπόγειο της βιβλιοθήκης, όπου φυλασσόταν ο κυριότερος όγκος των βιβλίων:
«Ο Μπόρχες με πήρε από το χέρι και με οδήγησε, βλέποντας μόνο όσο χρειαζόταν ώστε να γνωρίζει πού ακριβώς βρισκόταν κάθε βιβλίο που έψαχνε. Μπορούσε να ανοίξει το βιβλίο στη σελίδα που ήθελε, και χωρίς να πρέπει να διαβάσει απήγγειλε ολόκληρα αποσπάσματα. Περιπλανιόταν μέσα σε διαδρόμους γεμάτους βιβλία. Έστριβε γρήγορα στις γωνίες και έμπαινε σε περάσματα, πραγματικά αόρατα, που έμοιαζαν με σχισμές σε τοίχους από βιβλία. Κατέβαινε στριφογυριστές σκάλες που σταματούσαν απότομα στο σκοτάδι. Δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου φως στους διαδρόμους και τις σκάλες της βιβλιοθήκης. να τον ακολουθήσω, σκοντάφτοντας, πιο τυφλός και ανήμπορος από τον Μπόρχες, γιατί εμένα με οδηγούσαν μόνο τα μάτια μου… Με τραβούσε μαζί του, με έκανε μα πέφτω εξουθενωμένος μες στα σκοτάδια. Ξαφνικά διακρινόταν ένα φως στο τέλος κάποιου άλλου διαδρόμου… Δίπλα στον Μπόρχες, ο οποίος χαμογέλασε σαν μικρό παιδί που έκανε φάρσα σε ένα φίλο του, ξαναβρήκα το φως μου…»

Όχι μόνο πολυγραφότατος, αλλά και με τεράστιο εύρος ενδιαφερόντων μελέτησε σύγχρονες αλλά και ξεχασμένες γλώσσες και πολιτισμούς, έγραψε ποιήματα, κριτικές δοκίμια.

  • Το έργο του

Η ευρυμάθεια του τον βοήθησε να χρησιμοποιήσει άπειρα σύμβολα και αναφορές στο έργο του, πολλές φορές αναμιγνύοντας ιστορικά πρόσωπα ή γεγονότα στα μυθοπλαστικά του έργα, συγχέοντας έτσι «πραγματικότητα» και μύθο, στο πρότυπο του μαγικού ρεαλισμού (βλ. Ο Άλλος, όπου ο Μπόρχες συναντά τον εαυτό του). Από μικρό παιδί τον κατάτρεχε ο φόβος του καθρέφτη, του ειδώλου, αλλά και του πολλαπλασιασμού του εαυτού μέσω αυτών. Έτσι στο έργο του πολύ συχνά αυτές οι έννοιες επαναλαμβάνονται. Σημαντική θέση στο έργο του κατέχει η εικονογραφία της αργεντίνικης υπαίθρου, των ανθρώπων της και της καθημερινότητάς τους. Οι μύθοι τους, η λαϊκή θρησκευτικότητα και οι παραδόσεις εμποτίζουν το έργο τους. Η αριστοτεχνική πένα του Μπόρχες, όμως, σταματά πριν παραφορτώσει το γραπτό του με λαογραφικές αναφορές, ενώ καταφέρνει να δώσει μια βαθύτερη συμβολική διάσταση, μια ηχώ μνήμης σε κάθε τι που γράφει. Ενσωματώνει επίσης στοιχεία του εβραϊκού και αραβικού πολιτισμού και λογοτεχνίας. Η συνάντηση, η μείξη, η διάχυση, η διαπλοκή πολιτισμών, μύθων, θρησκειών, ιστοριών, μυθικού και πραγματικότητας στο έργο του δεν είναι τυχαία. Ο Μπόρχες στέκεται απέναντι σε κάθε καθαρότητα συνειδητά. Μέσα από τις πολύπλοκες διασταυρώσεις συμπάντων στο έργο του γίνεται απολύτως κατανοητό ότι ο ίδιος απεχθάνεται κάθε φασίζουσα αντίληψη περί ανώτερου πολιτισμού, διάκρισης Δύσης και Ανατολής και μεταξύ τους σύγκρουσης. Αντίθετα αγαλλιάζει μπροστά στην φυσική διαδικασία που δημιούργησε αυτή την σειρά επιστρώσεων συμβόλων και πολιτισμών, ως μια άλλη γεωλογία.

Αν και εύκολα μπαίνει κανείς στον πειρασμό, δεν θα πρότεινα στον υποψήφιο αναγνώστη να αναλωθεί σε μια διαδικασία ανάλυσης και ταξινόμησης των πολλαπλών αναφορών του, αλλά να αφεθεί σε αυτήν την ιδιότυπη γραφή που χτίζει την δικής της πραγματικότητα, μέσα από θραύσματα γεγονότων και μύθων. Οι ιστορίες του Μπόρχες δεν έχουν αυτήν την υπεροψία ενός πολυπράγμονα απέναντι στον αδαή αναγνώστη, τον οποία εύκολα μπορεί να παραπλανήσει σε σχέση με τη φύση του πραγματικού και του φανταστικού, αλλά μια διάθεση συνάντησης και διαλόγου. Ο αναγνώστης μπαίνει έτσι ενεργά στην διαδικασία της ανάγνωσης, ανακαλύπτοντας ότι η σύγχυση μύθου και πραγματικότητας δεν είναι ένα τέχνασμα, αλλά μια βασική πεποίθηση του συγγραφέα. Η πραγματικότητα δεν είναι συχνά παρά η ανάμνηση ενός ονείρου, ο χρόνος είναι κυκλικός, η ορθολογικότητα δεν εκλείπει, αλλά μετασχηματίζεται καθώς εγκολπώνει το απόκρυφο.

Συνήθως αναφερόμενοι στα βιογραφικά στοιχεία του Μπόρχες σημειώνουμε ότι ήταν δεξιός, αν και αντιχουντικός. Ενδεχομένως κάποιοι ανθρώπους για τους οποίους η πολιτική στάση είναι εκ των ων ουκ άνευ τους δεν θέλησαν ποτέ να διαβάσουν έναν συγγραφέα που κατηγοριοποιείται ως αντιδραστικός Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι ο Μπόρχες ποτέ δεν δήλωσε κάποια πολιτική θέση, πέρα από την αντιδικτατορική, ούτε συμμετείχε στις κοινωνικές εκδηλώσεις της τάξης του, ή του καλλιτεχνικού κύκλου. Μπορούμε να πούμε ότι ήταν μόνο συγγραφέας, μόνο λογοτέχνης και μελετητής του γραπτού λόγου. Αν και είναι σαφές ότι η κοινωνική τάξη και η πολιτική τοποθέτηση ενός συγγραφέα ενδιαφέρουν στην ανάλυση του έργου του, στην προκειμένη περίπτωση πιστεύω ότι περισσότερο παραπλανούν, καθώς αυτά είναι πράγματα υλικά, και ο Μπόρχες μέσα από το έργο του μοιάζει άυλος, μια συνείδηση αποκομμένη από την εποχή του, να γράφει σε έναν δωμάτιο για κάθε γωνιά του χώρου και του χρόνου.

Κλείνοντας, “Κάποιος θα ονειρευτεί”

Τι θα ονειρευτεί το ανεξιχνίαστο μέλλον; Θα ονειρευτεί ότι ο Αλόνσο Κιχάνο μπορεί να γίνει Δον Κιχώτης χωρίς να εγκαταλείψει το χωριό του και τα βιβλία του. Θα ονειρευτεί πως μια βραδιά του Οδυσσέα μπορεί α είναι πιο πλούσια από το ποίημα που θ’ αφηγηθεί τους άθλους του. Θα ονειρευτεί ανθρώπινες γενεές που δεν θα αναγνωρίζουν το όνομα Οδυσσέας. Θα ονειρευτεί όνειρα πιο συγκεκριμένα από τη σημερινή αγρύπνια. Θα ονειρευτεί ότι θα μπορούμε να κάνουμε θαύματα αλλά δε θα τα κάνουμε γιατί θα ναι πιο πραγματικό να τα φανταζόμαστε. Θα ονειρευτεί κόσμους τόσο έντονους, ώστε το τραγούδι ενός και μόνο από τα πουλιά του θα μπορούσε να σε σκοτώσει. Θα ονειρευτεί πως η λήθη και η μνήμη μπορεί να είναι πράξεις εκούσιες και όχι επιθέσεις ή δωρεές της τύχης. Θα ονειρευτεί πως θα μπορούμε να βλέπουμε με όλο μας το σώμα, όπως το ήθελε ο Μίλτον στο σκοτάδι αυτών των εύθραυστων σφαιρών, των οφθαλμών. Θα ονειρευτεί έναν κόσμο δίχως μηχανές και δίχως αυτή τη θλιβερή μηχανή, το σώμα. Η ζωή δεν είναι όνειρο, γράφει ο Νοβάλις, αλλά μπορεί να γίνει.

Ε.Π.

* Η συγκεκριμένη συζητηση πραγματοποιήθηκε στις 20/9/2017 στο Αυτοδιαχιεριζόμενο Στέκι Πέρασμα και ήταν η πρώτη της σειρά “καλειδοσκοπόντας” που διοργνανώνει η συλλογικότητα