το παρακάτω κείμενο αντανακλά τη συζήτηση που έγινε στο εσωτερικό της συλλογικότητας Καλειδοσκόπιο, εργαστήρι για τους δραπέτες του πραγματικού. Αποτέλεσε τη βάση για την εισήγηση της ομάδας στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα τον Νοέμβρη του 2019 με αφορμή το βιβλίο της Σίλβια Φεντερίτσι Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα από τις Εκδόσεις των Ξένων.
Γι’ αυτό γυρνάμε πίσω: στις μνήμες που αποσιωπήθηκαν τόσο, που έφτασαν σε μας ως γκροτέσκα παραμύθια, στις φιγούρες εκείνες που από άνθρωποι με σάρκα και οστά, ζωές, δεξιότητες και επιθυμίες κατέληξαν να γίνουν αποτρόπαιες δαιμόνισσες, σκιάχτρα, φορείς αρχέγονης φοβίας, σωματοποιημένες τερατογενέσεις.
Αρχή της ιστορίας στο τέλος του παραμυθιού
Τώρα πια ξέρουμε ότι αυτό που συντελέστηκε με την ανάδυση του καπιταλισμού δεν ήταν το τέλος της βαρβαρότητας αλλά η απαρχή της νεωτερικής εκδοχής της: η πρωταρχική συσσώρευση ως ιστορική διαδικασία γέννησε τις προϋποθέσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στο περιβάλλον μιας σοβαρής δημογραφικής και οικονομικής κρίσης, την ώρα που έτριζαν τα θεμέλια της φεουδαρχίας και άρχισε να αναπτύσσεται η νομισματική οικονομία. Στη δυτική Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα οι περιφράξεις των παλιών κοινοτικών γαιών μετατρέπουν τη γη από πηγή προϊόντων για την επιβίωση σε ατομική ιδιοκτησία, αντικείμενο αγοραπωλησίας και τελικά σε εμπόρευμα για την άντληση κέρδους. Οι γαιοκτήμονες γίνονται σταδιακά επιχειρηματίες και οι ελεύθεροι αγρότες, στερημένοι από τις προηγούμενες δεξιότητές τους, διαχωρισμένοι από τα υπάρχοντα μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής τους, μεταβάλλονται σε πλάνητες. Οι άνθρωποι αυτοί εκδιώκονται από τις κοινότητές τους και, για να επιβιώσουν, θα πρέπει να πουλήσουν όχι πια εμπορεύματα αλλά τον ίδιο τον εαυτό τους ως εργατική δύναμη σε μια εκκολαπτόμενη αγορά εργασίας, κυρίως στις πόλεις. Οι «ανακαλύψεις» των μεγάλων εξερευνητών έχουν στρώσει τον δρόμο στην κατάκτηση νέων εδαφών, εκτός Ευρώπης και στη θεμελίωση αποικιοκρατικών αυτοκρατοριών: το «φιλοπερίεργο» πνεύμα του δυτικού ανθρώπου και η ιερή αποστολή της Καθολικής και Προτεσταντικής χριστιανοσύνης να εκπολιτίσει τους βάρβαρους ιθαγενείς, οδηγώντας τους κάτω από τη σκέπη του ενός και αληθινού θεού, ανοίγουν νέα πεδία κερδοφορίας για τον νεότευκτο καπιταλισμό.
Όλα τα παραπάνω κοστίζουν σε αίμα. Η πρωταρχική συσσώρευση προϋποθέτει βία –συμβολική και φυσική– πάνω στα μυαλά, στις ζωές και στα σώματα των ανθρώπων. Στο δεδομένο ιστορικό πλαίσιο, σύμφωνα με τη Φεντερίτσι, το κυνήγι μαγισσών ήταν εξόχως λειτουργικό: η εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων (στο πεδίο της παραγωγής, της οικονομίας, της κοινωνικής και της πολιτικής οργάνωσης) δεν θα ήταν εφικτή αν δεν περνούσε και πάνω από το σώμα των γυναικών. Προϋποθέτει άλλωστε τη διάλυση δεσμών τόσο σε επίπεδο εδάφους και πρακτικό όσο και στο επίπεδο των σχέσεων, της κουλτούρας και του πολιτισμού. Απαιτεί την αναδιοργάνωση της οικιακής εργασίας, της οικογενειακής ζωής, της ανατροφής και του ρόλου των παιδιών, της σεξουαλικότητας αλλά και των σχέσεων μεταξύ ανδρών και γυναικών.
Ο επανακαθορισμός του ρόλου των γυναικών, ώστε να υπηρετείται η αναδυόμενη καπιταλιστική συνθήκη, προσδιορίζει τα μέσα και την έκταση των νέων πειθαρχήσεων: αν αυτό που προέχει είναι το τσάκισμα των συλλογικών αντιστάσεων από τη μεριά των προνεωτερικών κοινωνιών, τότε πρέπει να βρεθεί ο τρόπος να υπονομευθεί η θέση, το κύρος, οι λειτουργίες, οι δεξιότητες, τα χαρακτηριστικά των γυναικείων πληθυσμών τόσο της υπαίθρου όσο και των πόλεων του ύστερου μεσαίωνα. Οι γυναίκες, που μέχρι τότε αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά των κοινοτήτων, έπρεπε να βιώσουν άμεσα και βίαια, άρα αποτελεσματικά τον νέο έμφυλο καταμερισμό εργασίας. Οι ικανότητές τους να θεραπεύουν, να παράγουν συλλογικά, να ελέγχουν την αναπαραγωγική τους λειτουργία, να μεταφέρουν την κληρονομημένη εμπειρική τους γνώση από γενιά σε γενιά προετοιμάζοντας τις επόμενες θεραπεύτριες-μαίες αποτελούσαν ιδιότητες ασύμβατες με τη νέα εποχή: όπως και οι άνδρες έτσι και αυτές έπρεπε να αποξενωθούν από τα χαρακτηριστικά εκείνα που υποστήριζαν μια σχετική αυτονομία και οπωσδήποτε επέτρεπαν έναν βαθμό κοινοτικής αυτάρκειας. Ήταν μέγιστης προτεραιότητας να εξαλειφθεί η συμπερίληψή τους στην κοινωνική ζωή, να απαξιωθούν οι δεξιότητές τους, προκειμένου σε ένα επόμενο στάδιο και με την εδραίωση της επιστήμης να περάσουν στα χέρια της κάστας των αρσενικών ειδικών. Επιπλέον έπρεπε να αποκλειστούν από τη δυνατότητα ιδιοσυντήρησης, από επαγγέλματα που ως τότε μπορούσαν να ασκούν στο πλαίσιο ορισμένων μεσαιωνικών συντεχνιών και φυσικά να στερηθούν οποιασδήποτε δικαιοπρατικής δυνατότητας. Η όποια αξία είχαν από δω και πέρα θα ήταν απόρροια συμμόρφωσης προς τα νέα καθήκοντά τους: άμισθη εργασία στην υπηρεσία της κοινωνικής αναπαραγωγής, με άλλα λόγια τροφοί και φροντιστές της οικογένειας, πρόθυμες, ικανές μήτρες παραγωγής φθηνών εργατικών χεριών.
Για να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι διαμονοποιήθηκε η γυναικεία σεξουαλικότητα ως διαστροφή, αμαρτία, ανεξέλεγκτη σαγήνη με φθοροποιό επίδραση στον άντρα και άρα δίοδο του Διαβόλου στο σώμα τής εν Χριστώ κοινωνίας (και δη της προτεσταντικής). Η πειθάρχηση των γυναικείων σωμάτων έπρεπε να είναι όσο αυστηρή και βίαιη γινόταν, προκειμένου να λειτουργεί παραδειγματικά και να δίνει το μήνυμα της αγριότητας που περιμένει όποιον δείξει και την ελάχιστη ανυπακοή στα νέα ήθη. ΟΙ νέες αυτές πολιτικές προφανώς ασκήθηκαν αρχικά στο πιο ευάλωτο κομμάτι του γυναικείου πληθυσμού, στις ηλικιωμένες, φτωχές, ακτήμονες πλέον, χήρες, πρώην θεραπεύτριες, παγανίστριες, που στο πρόσωπό τους συναντιόντουσαν όλα εκείνα που έπρεπε να εξαφανιστούν ως γυναικεία κεκτημένα: ιδιοσυντήρηση, αναπαραγωγική ικανότητα, αυτονομία-άρνηση της αντρικής εξουσίας του ενός συζύγου, σεξουαλική εμπειρία, κύρος, γνώση, ανυπακοή. Για όλες αυτές τις γυναίκες έπρεπε να ανακαλυφθεί ένα νέο έγκλημα, η μαγεία (κατά τη διατύπωση του Γάλλου νομικού Πιερ ντε Λανκρ) – όπερ και εγένετο. Σύμφωνα με το Malleus maleficarum (1487, Το σφυρί των μαγισσών), κατοπινού βασικού εγχειρίδιου δίωξης των μαγισσών, οι γυναίκες διαθέτουν «περιορισμένες νοητικές ικανότητες», γοητεύονται ευκολότερα από τον Διάβολο και γίνονται φορείς του Κακού. Επομένως το κοινωνικό περιβάλλον, όπως αυτό διαμορφώνεται στο πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλιστικό κόσμο, δημιουργεί και τις συνθήκες αλλά και τα κίνητρα για να ενεργοποιηθούν οι κατηγορίες για μαγεία. Ο Λούθηρος θεωρούσε πρωταρχικά καθήκοντα για τις γυναίκες την τεκνοποίηση και την μητρότητα· ήταν άλλωστε τα μόνα που μπορούν να εξαγνίσουν τον πόθο, να καθαγιάσουν και να νομιμοποιήσουν τη σεξουαλική πράξη. Στον αντίποδα βρίσκονταν μοιραία οι μάγισσες, δηλαδή γυναίκες εκτός νόρμας, που ως χήρες ή ανύπαντρες δεν έχαιραν καταξίωσης μέσω του γάμου. Επιπλέον είχαν πιθανόν εχθρική στάση προς την αναπαραγωγή ή λόγω ηλικίας δεν μπορούσαν πλέον να τεκνοποιήσουν. Η κατηγορία της σεξουαλικής διαστροφής και της σαγήνης, εξαιτίας της οποίας οι άντρες –με βάση τα πατριαρχικά πρότυπα– ξεχνάνε τις κοινωνικές τους υποχρεώσεις και παραλείπουν τα καθήκοντά τους, αποδιδόταν συχνά στις γυναίκες. Με το νέο μοντέλο θηλυκότητας όλες όφειλαν να συμμορφωθούν, αν ήθελαν να γίνουν κοινωνικά αποδεκτές: έπρεπε να είναι αγνές, υπάκουες, υποταγμένες, παραιτημένες υπήκοοι των αντρών, αναλώσιμα πρόβατα μέσα στο ποίμνιο της εκκλησιαστικής ηθικής και πολιτικής τάξης.
Η ανάγνωση του κυνηγιού των μαγισσών που προτείνει η Φεντερίτσι θέτει σε αμφισβήτηση και την αντίληψη που αναπτύχθηκε στους κόλπους του Διαφωτισμού, βάσει της οποίας οι κατηγορίες μαγείας αποτελούν απόρροια δεισιδαιμονικών πιστεύω των μεσαιωνικών κοινωνιών. Η μάγισσα αντιστέκεται στις μεταβολές του τρόπου ζωής κατά το πέρασμα από τη φεουδαρχική πατριαρχική συνθήκη στη νεωτερική πατριαρχία του καπιταλισμού και το πληρώνει με τη ζωή της. Οι διώξεις στηρίζονταν σε κατηγορητήρια πέρα από κάθε λογική, ακολουθούνταν από ανακριτικές μεθόδους-βασανιστήρια ασύλληπτης βαναυσότητας και κατέληγαν σε προειλημμένες καταδικαστικές αποφάσεις με ποινή τον θάνατο. Όλα αυτά έκαναν αυστηρότερο και πιο επώδυνο τον διαχωρισμό μεταξύ ανδρών και γυναικών, ενστάλαξαν την καχυποψία, τον φόβο, τον φθόνο των πρώτων απέναντί στις δεύτερες, αλλά επέφεραν σοβαρό πλήγμα και μεταξύ των γυναικών. Διαρρηγνύοντας παραδοσιακούς δεσμούς αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας όχι μόνο ανάμεσα στις γυναίκες αλλά και στο εσωτερικό των κοινοτήτων, έκαναν πιο εύκολη την επίθεση τόσο ενάντια στις γυναίκες όσο και τελικά στους ίδιους τους άντρες. Ο περιορισμός των γυναικών στην απλήρωτη οικιακή εργασία, η κουλτούρα της νομιμοποιημένης υποταγής τους στους άντρες εντός και εκτός σπιτιού, ο έλεγχος των αναπαραγωγικών τους ικανοτήτων από το κράτος – με συνακόλουθη την εγγυημένη τροφοδοσία της παραγωγής με νέες γενιές εργατών, πέρα από την εδραίωση της νεωτερικής πατριαρχίας επέτρεψε και την κατίσχυση του ίδιου του καπιταλισμού· κι έτσι αναπτύχθηκε νέα δυναμική στην εκμετάλλευση και των αντρών της εργατικής τάξης. Το ίδιο συνέβη για το σύνολο των εκμεταλλευομένων και με τις αποικιοκρατικές επεκτάσεις και με την παιδική εργασία και προφανώς με τη λεηλασία της φύσης και των πόρων της. Επιπλέον σ’ αυτό το κυνήγι μαγισσών – κυρίως στις προτεσταντικές χώρες της βόρειας και δυτικής Ευρώπης και λιγότερο στις καθολικές αλλά και στη βόρεια Αμερική, συντελέστηκαν δραματικές αλλαγές στην ψυχοσύνθεση των ανθρώπων. Έτσι, άναψε το φυτίλι των συγκρούσεων που διαίρεσε τραυματικά τη νέα τάξη των εκμεταλλευόμενων βάζοντας τα θεμέλια για όλες τις μεταγενέστερες εκφάνσεις κοινωνικού κανιβαλισμού. Ο μισογυνισμός αποτυπώθηκε φυσικά και σε πολλές άλλες αναπαραστάσεις, ακόμα και σε διάφορα καλλιτεχνικά είδη σάτιρας που γελοιοποιούσαν τη γυναικεία αλληλοϋποστήριξη και συντροφικότητα: της προσέδωσαν τον χαρακτήρα του αργόσχολου κι επικριτικού κουτσομπολιού (gossip), όταν η αρχική σημασία του όρου ήταν «παρέα φιλενάδων». Έτσι, παραμέρισαν την εμφανή ανάγκη τους για αλληλοσυμπαράσταση και συνάμα την απαξίωσαν, λοιδορώντας τους ισχυρούς και καθόλα επικίνδυνους –για την κυρίαρχη τάξη πραγμάτων– δεσμούς αλληλεγγύης που ήταν σε θέση να χτίζουν οι «φιλενάδες».
…Και ένα ενδιαφέρον υστερόγραφο στο τέλος του παραμυθιού
Η Φεντερίτσι στο βιβλίο Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα διαπιστώνει ότι με το κυνήγι των μαγισσών «καταστράφηκε ένας ολόκληρος κόσμος από μεθόδους, πεποιθήσεις και κοινωνικά υποκείμενα, η ύπαρξη των οποίων ήταν ασύμβατη με την καπιταλιστική πειθαρχία της εργασίας, ώστε να ανακαθοριστούν τα κύρια στοιχεία της κοινωνικής αναπαραγωγής».
Η καπιταλιστική βιομηχανία στις μέρες μας έχει πλέον μετατρέψει σε εμπόρευμα αυτά τα εγκλήματα σε βάρος χιλιάδων γυναικών. Στις εξόδους των μουσείων ή στα μεσαιωνικά χωριά (στο Θουγαραμούρντι, ένα χωριό της Ναβάρας στη Βόρεια Ισπανία ή στο Σάλεμ των ΗΠΑ) πωλούνται ως γλυπτά, κούκλες ή παιχνίδια ομοιώματα μαγισσών, δηλαδή δολοφονημένων γυναικών, που προκαλούν την αποστροφή ή ακόμα και τον φόβο και εξασφαλίζουν τη διαιώνιση της δαιμονοποίησής τους. Η ιστορία κι αυτή τη φορά μεταφέρεται ως κερδοφόρο παραμύθι χωρίς καμία σχέση με οποιαδήποτε απόπειρα κατανόησης και ερμηνείας των λόγων που οδήγησαν σε αυτήν τη γενικευμένη μορφή γυναικοκτονίας. Ένα φυλλάδιο που μας καλεί να επισκεφτούμε «το μουσείο όπου βασανίστηκαν οι γυναίκες!», επισημαίνοντας «ότι οι συνάξεις μαγισσών ήταν μακάβριες και άσεμνες συναντήσεις», μας αποκαλύπτει τη γυμνή αλήθεια: το κυνήγι των μαγισσών, ξεκομμένο από ιστορικά και πολιτικά συμφραζόμενα και παραδομένο στην πιο χυδαία εκδοχή της κυρίαρχης πατριαρχικής διαχείρισής του, αποτελεί ως αποτρόπαιο αλλά και φολκλόρ θέαμα έναν ακόμα πόλο έλξης για «ανυποψίαστους», χαρωπούς και ενθουσιώδεις τουρίστες. Γι’ αυτό και το πρώτο συνέδριο με θέμα «Το κυνήγι μαγισσών στην Ευρώπη» (φιλοξενήθηκε τον Μάρτη του 2019 στην πόλη Ιρούν της Χώρας των Βάσκων) υπερασπίστηκε τη μνήμη των γυναικών που δολοφονήθηκαν τον 16ο και 17ο με την κατηγορία της μαγείας και απαίτησε την επαναφορά και τη διατήρησή της στον δημόσιο χώρο. Επεξεργάστηκε τρόπους κατάργησης πρακτικών όπως αυτές που προαναφέρθηκαν και ενίσχυσης του ρόλου που οφείλουν να επιτελούν τα ιστορικά μουσεία. Σ’ αυτή την κατεύθυνση διαπίστωσε, για παράδειγμα, ότι το θεατρικό έργο Μάγισσες της φεμινιστικής ομάδας Γυναίκες στον Δρόμο από τη Μιράντα (πόλη στη βόρεια Ισπανία), το οποίο βασίζεται στη μελέτη της Φεντερίτσι, αποτελεί μια σημαντική απόπειρα διάχυσης της αληθινής ιστορίας πίσω από το κυνήγι των μαγισσών. Ταυτόχρονα το αξιολόγησε και ως ένα μέσο επανεκπαίδευσης των ανθρώπων σε μια κριτική ματιά, ικανή να υπονομεύει το αφήγημα της κυριαρχίας (πατριαρχικής και καπιταλιστικής). Αξίζει να σημειωθεί –ό, τι κι αν σημαίνει αυτό– ότι μετά από αυτό το συνέδριο το κοινοβούλιο της Ναβάρας ζήτησε από την κυβέρνηση να συγκροτηθεί στο Ινστιτούτο Μνήμης σχετικός ερευνητικός τομέας από την έμφυλη οπτική.
Και η ιστορία συνεχίζεται
Προφανώς το τέλος –σε ιστορικό χρόνο– του κυνηγιού των μαγισσών (όπως άλλωστε η κατάργηση της δουλείας και η κατάρρευση της νεωτερικού τύπου αποικιοκρατίας) δεν σηματοδότησε και το τέλος της άσκησης βίας κατά των γυναικών· αντιθέτως, στη συνέχεια η τελευταία μάλλον κανονικοποιήθηκε και νομιμοποιήθηκε ως μέσο απόσπασης υπεραξίας και διατήρησης της πατριαρχίας. Αλλά και οι διαπιστώσεις για τη μετανεωτερική περίοδο που διανύουμε είναι ιδιαίτερα ανησυχητικές: παρατηρούμε σε μια νέα δυναμική διαδικασίες βίαιης υπαγωγής στην καπιταλιστική σφαίρα παραγωγής και σχέσεων. Αυτές αφορούν τόσο πεδία ανθρώπινης δραστηριότητας, που μέχρι πρότινος κινούνταν στις παρυφές του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και εδάφη. Όλα τα παραπάνω εξηγούν σε ικανοποιητικό βαθμό όχι απλώς τη βία ενάντια στις γυναίκες αλλά την ίδια την επανεμφάνιση του κυνηγιού μαγισσών.
Έχουμε κάποιες πληροφορίες για τις ομαδικές και συστηματικές γυναικοκτονίες σε περιοχές της Λατινικής Αμερικής, που υφίστανται τη γενικευμένη και αδηφάγα λεηλασία του καπιταλισμού, αλλά και για τις αντιστάσεις που σημειώνονται εκεί· πρόκειται για αντιστάσεις στο πλαίσιο φεμινιστικών κινημάτων ή οργανωμένων πολιτικών αγώνων (ιθαγενικά και κοινωνικά κινήματα, Ζαπατίστας), που βρίσκονται σε στάδιο είτε διεκδικήσεων είτε και μαζικής εξέγερσης. Ωστόσο παραμένουν μαύρες τρύπες στον χάρτη οι περιοχές της Αφρικής ( κυρίως του υποσαχάριου αλλά και του βόρειου τμήματος) και της Ασίας. Στα μέρη αυτά οι σημερινές γυναίκες βρίσκονται στο στόχαστρο ακριβώς επειδή ενσαρκώνουν εκείνα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά που δεν πειθαρχούν στη νεοαποικιακή καπιταλιστική επέλαση –όπως συνέβη και σε όσες αντιστάθηκαν στη διάρκεια των αντιαποικιοκρατικών αγώνων και στοχοποιήθηκαν από τις δυνάμεις κατοχής.
…Στην υποσαχάρια Αφρική (Γκάνα, Κένυα, Νιγηρία, Καμερούν, Μοζαμβίκη, Τανζανία, Ναμίμπια, Νότια Αφρική)
Η Φεντερίτσι, στη βάση της παρατήρησης και καταγραφής επεισοδίων του πολέμου που διεξάγεται στην Αφρική εναντίον των γυναικών, κάνει μια καίριας σημασίας επισήμανση: οι περιοχές που πλήττονται περισσότερο είναι εκείνες στις οποίες αναπτύχθηκε το δουλεμπόριο (π.χ. Νιγηρία, Νότια Αφρική) και όσες υπέστησαν τις δομικές αναδιαρθρώσεις που επέβαλαν οι πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής των προγραμμάτων της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (π.χ. Κένυα και Καμερούν στις δεκαετίες του 1980 και 1990). Με άλλα λόγια, είναι καιρός να απεμπλακούμε από μονοδιάστατες ερμηνείες που ανάγουν το κυνήγι των μαγισσών απλώς σε προνεωτερικές κουλτούρες και στις οπισθοδρομικές πολιτισμικές επιβιώσεις τους. Κάποιες επικαλούνται τις σκοτεινές θρησκευτικές δοξασίες «πρωτόγονων απολίτιστων λαών», αποσιωπώντας το γεγονός ότι για τις μάγισσες της προαποικιοκρατικής περιόδου η τιμωρία δεν ισοδυναμούσε με τη θανατική ποινή. Εδικά σε ό, τι αφορά τον ρόλο της θρησκείας είναι σημαντικό να ειπωθεί καθαρά ότι προτεσταντικοί κλάδοι, όπως πεντηκοστιανοί και ευαγγελιστές, με τον έντυπο λόγο τους και μέσα από την ανοιχτή, σε δημόσιους χώρους δραστηριοποίησή τους έχουν αναζωπυρώσει τον φόβο για τον Διάβολο. Επιμένουν να τον συνδέουν με τις αρρώστιες και τον θάνατο (μάλιστα αυτά σε περιοχές που μαστίζονται από φτώχεια, κακές συνθήκες διαβίωσης, νόσους και θνησιμότητα), ενισχύοντας πρακτικές «εξορκισμού» και συχνά υποδεικνύοντας οι ίδιοι τα υποψήφια θύματα. Φυσικά τη σκυτάλη στην τρομολαγνεία αυτή παίρνουν, ως είθισται, και τα ΜΜΕ με μια καθημερινή πλύση εγκεφάλου σχετικά με τη δράση μαγισσών, τους τρόπους αναγνώρισης και προστασίας από αυτές.
Το προφίλ των γυναικών που μπαίνουν στο στόχαστρο εμφανίζει προκλητικές συνάφειες με αυτό των μαγισσών στη νεωτερική Ευρώπη, παρά τη χρονική, χωρική και πολιτισμική απόσταση. Στην ύπαιθρο πρόκειται για φτωχές, ηλικιωμένες και συχνά χήρες γυναίκες, δηλαδή για άτομα που αφενός ζημιώνουν τις κοινότητές τους, αφού τα μέσα βιοπορισμού τους είναι περιορισμένα ή και ανύπαρκτα, και αφετέρου δεν είναι σε γόνιμη ηλικία ή ικανές να προσφέρουν σεξουαλική ικανοποίηση («στείρα αιδοία»). Όπως η γη είναι «νεκρό κτήμα» αν απλώς εξασφαλίζει την κοινωνική αναπαραγωγή των ανθρώπων και δεν παράγει χρήμα με τους όρους της καπιταλιστικής οικονομίας έτσι και οι ηλικιωμένες αφρικανές των αγροτικών περιοχών αποτελούν «νεκρό βάρος»: είναι φορείς πρακτικών και αξιακών συστημάτων που δεν εναρμονίζονται με τις καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις. Συχνά, προσπαθώντας να επιβιώσουν μόνες τους και κατά παρέκκλιση από τη νόρμα, δεν δείχνουν την απαιτούμενη υπακοή: αρνούνται, για παράδειγμα, να πουλήσουν γη ή να την μεταβιβάσουν σε άλλα, συνήθως αρσενικά και νεώτερα μέλη της οικογένειας, προκειμένου να πουληθεί. Στην πραγματικότητα αντιστέκονται σε διαδικασίες βίαιης πρωταρχικής συσσώρευσης, που εκδιώκουν ανθρώπους από τα χωριά τους, διαλύουν κοινότητες, δεσμούς αλληλεγγύης και κοινωνικής συνοχής, προηγούμενα αξιακά και ηθικά συστήματα. Ο σεβασμός των φυσικών πόρων, που δεν αντιμετωπίζονται ως χρηματιστηριακά προϊόντα αλλά ως απαραίτητες προϋποθέσεις για «καλλιέργειες αυτοκατανάλωσης» και παραγωγικής επάρκειας, πλήττει τα συμφέροντα του συμπλέγματος της οικονομίας της αγοράς· κι αυτό μάλλον αποτελεί απεχθές έγκλημα, επί ποινή θανάτου. Αλλά και όσες χωρικές πουλάνε τα προϊόντα τους σε αγορές, είτε στους δρόμους είτε στις συνοικίες πόλεων, διατρέχουν επίσης κίνδυνο ανάλογης στοχοποίησης. Από τους άντρες μικροεμπόρους εκλαμβάνονται ως ανταγωνίστριες σε τοπικές αγορές έτσι κι αλλιώς περιορισμένων δυνατοτήτων. Επιπλέον προκαλούν άντρες-επιχειρηματίες οι οποίοι δυσφορούν με τις πρακτικές αυτών των γυναικών. Η κερδοφορία που επιδιώκουν εκείνοι απορρέει από τον προσανατολισμό τους σε εκτός συνόρων αγορές, υπαγόμενες πλήρως στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα. Αντίθετα, με το εμπόριο μικρής κλίμακας των γυναικών τονώνονται τοπικές οικονομίες καθώς τα χρήματα επιστρέφουν στις κοινότητες και δεν εξαϋλώνονται σε επενδύσεις που οι ίδιες ούτε κατανοούν ούτε και ελέγχουν.
Οι διώξεις ενάντια στις σύγχρονες μάγισσες εξελίσσονται σε συνθήκες ακραίας φτώχειας, ανεργίας και ανισότητας, που χαρακτηρίζονται από τη μηδενική σχεδόν πρόσβαση σε δημόσια περίθαλψη – με επακόλουθο θανατηφόρες ασθένειες με επιδημικά χαρακτηριστικά. Επιπλέον παρατηρούνται για τη συντριπτική πλειοψηφία των φτωχών υψηλοί δείκτες αποκλεισμού από το εκπαιδευτικό σύστημα. Φυσικά, στο κυνήγι μαγισσών συντελεί το συγκρουσιακό περιβάλλον γύρω από την κατοχή γης, που υποδαυλίζεται από την πολυγαμική δομή των οικογενειών αλλά και από τη βαθιά ριζωμένη υποτίμηση της γυναίκας σε όλα τα πεδία της προσωπικής και κοινωνικής ζωής – και όχι, αυτό δεν είναι «αφρικανικό φαινόμενο»· αποτελεί μια αντίδραση των αντρών απέναντι στην ανασφάλεια που υπονομεύει την έμφυλη υπόστασή τους, αντίδραση στην οποία εκπαιδεύονται όχι μόνο από τους αιώνες της πατριαρχίας αλλά και από τη βίαιη παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού.
Στα παραπάνω δεδομένα οφείλουμε να συνεκτιμήσουμε το γεγονός ότι η διάλυση των κοινοτήτων –κάτω από το βάρος μιας καπιταλιστικής επέκτασης με χαρακτηριστικά πολέμου υψηλής έντασης– αφήνει τους ανθρώπους εκτεθειμένους σε κάθε λογής διαχωρισμούς που δεν αφορούν μόνο το έμφυλο: κυρίαρχη επίσης είναι η ηλικιακή διαίρεση, η οποία υπό το κράτος ενός καλά ενορχηστρωμένου φθόνου, εξελισσόμενου σε τρόμο και πανικό, καθιστά τους ηλικιωμένους ανθρώπους ύποπτους για όλα τα δεινά και ανοίγει το δρόμο για πρακτικές ενός εκτός ορίων κοινωνικού αυτοματισμού. Ο κοινωνικός κανιβαλισμός μεταξύ των φτωχών, ανδρών και γυναικών, ως πόλεμος όλων εναντίων όλων, σε συνδυασμό με την αυξανόμενη στρατιωτικοποίηση (κυρίως των νέων) μεταμορφώνουν ειδικά τις διώξεις γυναικών σε πολεμικές επιχειρήσεις. Σ’ αυτές δεν έχουμε την εμπλοκή κάποιου πάπα, ιεροεξεταστή ή τοπικού άρχοντα αλλά τη συμμετοχή συγχωριανών και συγγενών της καταδιωκόμενης. Είναι ιδιαίτερα κρίσιμη η επισήμανση της Φεντερίτσι σε ό, τι αφορά την αλληλοτροφοδοτούμενη σχέση μεταξύ των παρακάτω παραγόντων:
- καπιταλιστικής οργάνωση της εργασίας και της κοινωνίας
- στρατιωτικοποίηση στο κοινωνικό πεδίο
- διασπορά πολεμικών συγκρούσεων σχεδόν σε όλα τα μήκη και πλάτη
- ένταση των προτύπων αρρενωπότητας με πυρήνα την επιθετικότητα και τη βία – με τη συνεπικουρία των μίντια, της βιομηχανίας του θεάματος αλλά και με την εκτεταμένη εφαρμογή θεσμικών πολιτικών που διεκδικούν αναφανδόν το μονοπώλιό της από το κράτος και τους παρακρατικούς συμμάχους τους.
Στο περιβάλλον αυτό (που δεν απαντάται φυσικά μόνο στις συγκεκριμένες περιοχές αλλά αποτελεί μια λίγο ως πολύ παγκοσμιοποιημένη συνθήκη) η πατριαρχία εκδηλώνεται με γενικευμένη βία και απέναντι στις γυναίκες και απέναντι στις μάγισσες ως γυναίκες: επιστρατεύονται κατηγορητήρια, μέθοδοι εντοπισμού, ανακριτικές πρακτικές βασανισμού, εκτοπίσεις σε καταυλισμούς-στρατόπεδα μαγισσών (Γκάνα, Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό) ή και εκτελέσεις από περιπλανώμενες συμμορίες-αγέλες συχνά μετά από αίτημα της κοινότητας
Και στην Ινδία
Από την Ινδία φτάνουν συχνά τρομακτικές ειδήσεις για τη σεξουαλική κακοποίηση, τους βιασμούς και την εκμετάλλευση σε βάρος των γυναικών. Η εντατικοποίηση της παραγωγής με όρους άγριου νεοφιλελευθερισμού επιδεινώνει διαρκώς την ήδη υποτιμημένη θέση τους σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από σκληρή πατριαρχία, άκαμπτη ιεραρχία και ταξικότητα επικουρούμενη και από την επιρροή της ινδουιστικής θρησκείας. Αποκαλύπτονται ιστορίες φρίκης που αφορούν ακρωτηριασμούς γυναικών με την επιβολή, για παράδειγμα, υστερεκτομής στις εργάτριες γης που δουλεύουν στα χωράφια ζαχαροκάλαμου. Οι μέρες περιόδου πέρα του ότι τις καθιστούν μιαρές υπάρξεις είναι και αντιπαραγωγικές, αλλά οι γυναίκες πρέπει στο σύντομο διάστημα της συγκομιδής να αποδίδουν τα μέγιστα με εργασία από το ξημέρωμα μέχρι του δύση του ήλιου. Έτσι, ένα σύμπλεγμα αποτελούμενο από γαιοκτήμονες, εταιρείες, κλινικές με το ιατρικό προσωπικό τους – και με τη συνεπικουρία των αρσενικών μελών των οικογενειών τους, βρήκε τη λύση: ολικές υστερεκτομές που τις πληρώνουν οι ίδιες, υποκύπτοντας στον εκβιασμό των εργοδοτών που τείνουν να θεωρούν τις «επεμβάσεις» αυτές προϋπόθεση για την εποχική πρόσληψή τους.
Αυτό μοιάζει να είναι σχετικά ανώδυνη υπόθεση σε σχέση με το κυνήγι μαγισσών που διεξάγεται ανελέητα σε πολλά –κατά βάση αγροτικά τμήματα– της δυτικής Ινδίας με πρώτη στη λίστα δολοφονιών την Τζαρκάντ (ακολουθούν και αρκετές άλλες, όπως οι περιοχές Τσατίσγκαρ, Ορίσα, Γκουτζαράτ, Δυτική Βεγγάλη, Άσαμ, Μπιχάρ, Μαχαράστρα και Ρατζαστάν). Άλλωστε υπάρχει προϊστορία: η προηγούμενη φορά που καταγράφτηκαν τέτοιες διώξεις ήταν το 1840. Στοχοποιήθηκαν και δολοφονήθηκαν στην πυρά με την κατηγορία της μαγείας γυναίκες που κατοικούσαν στα δάση της δυτικής Ινδίας. Το πραγματικό τους έγκλημα ήταν ότι είχαν κατακτήσει κοινωνικό κύρος και εξουσίες υπερβολικές σε σχέση με τις κάστες των πεδινών περιοχών.
Στο σύγχρονο κύμα διώξεων τα θύματα προέρχονται κυρίως από τις φυλές των Αντιβάσι (αυτόχθονες τροφοσυλλέκτες ή νομάδες της Ινδικής χερσονήσου) και τους απόβλητους (εκτός κάστας)/ παρίες/άθικτους (Χαριτζάν και Ντάλιτ). Περισσότεροι από χίλια τετρακόσια άτομα δολοφονήθηκαν κατά την περίοδο 1992-1998 ως μάγισσες (σε κάποιες περιπτώσεις ως μάγοι) κατά βάση στις φυτείες τσαγιού που χρονολογούνται εκεί από την εποχή της αποικιοκρατίας, όταν για τις ανάγκες σε εργατικά χέρια οι Βρετανοί εισήγαγαν μέλη της φυλής Αντιβάσι.
Οι ομοιότητες στους λόγους και στις πρακτικές των διώξεων αυτών με όσα συμβαίνουν στην Αφρική δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας: με κατασκευασμένες φήμες στιγματίζονται γυναίκες από τα πιο φτωχά στρώματα περιοχών χειμαζόμενων από τη φτώχεια, την ανεργία, τις ασθένειες, τα καιρικά φαινόμενα που πλήττουν τη γεωργική παραγωγή. Και εδώ οι ζωές είναι αναλώσιμες για τους εγχώριους και τους διεθνείς καπιταλιστές-επιχειρηματίες. Η αδηφάγα επέλασή τους με στόχο τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας τους (και με τις ευλογίες των κυβερνήσεων) καταστρέφει μη αναστρέψιμα το φυσικό περιβάλλον χωρίς λογοδοσία και προωθεί συνθήκες δουλείας σε ό, τι αφορά την εργασία σχεδόν σε κάθε τομέα της οικονομίας. Τα κατηγορητήρια έχουν πίσω τους μια σειρά από υπαρκτούς λόγους, όπως η αρπαγή της περιουσίας που ανήκει σε μια γυναίκα, των πόρων διαβίωσής της εν γένει, την αντεκδίκηση σε μακρόχρονες διενέξεις, τη σεξουαλική εκμετάλλευση. Αρκεί λοιπόν μια αόριστη φήμη για να χαρακτηριστεί μια γυναίκα μάγισσα και να ξεκινήσει το κυνήγι της, κάποιες φορές ακόμη και από μέλη της ίδιας της οικογένειάς της σε ένα πλαίσιο όπου αυτές οι πρακτικές εξισώνονται με δικαιολογημένη «αυτοάμυνα». Μάλιστα πέρα από τα εκλεγμένα συμβούλια των χωριών, που στις περισσότερες περιπτώσεις εγκρίνουν σιωπηρά τον στιγματισμό, υπάρχουν και τα δικαστικά συμβούλια. Τα τελευταία, μολονότι δεν έχουν καμιά επίσημη θεσμική υπόσταση, διαθέτουν το κύρος να καταλήγουν σε ετυμηγορία και να ορίζουν και την ποινή, την ίδια στιγμή που τα θύματα δεν προλαβαίνουν καν να ζητήσουν την προστασία των νόμιμων δικαστηρίων.
Αντιστάσεις
Δυστυχώς οι πληροφορίες για τους τρόπους με τους οποίους οργανώνονται οι ίδιες οι γυναίκες στις περιοχές όπου εξελίσσονται αυτές οι πρακτικές συστηματικής εξόντωσης είναι λιγοστές. Ενδεχομένως αυτό να οφείλεται όχι τόσο στη σποραδικότητα αυτών των κινήσεων όσο στα φίλτρα μέσω των οποίων διαχέονται μέχρι εδώ τέτοιες ιστορίες αντίστασης. Αυτό αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο προς διερεύνηση: η σιωπή που καλύπτει παρόμοια ζητήματα δεν μπορεί να θεωρηθεί αθώα σύμπτωση. Άλλωστε ζούμε σε έναν κόσμο όπου η εκτεταμένη και εντατική χρήση προηγμένων τεχνολογιών μάς επιτρέπει όχι απλώς να έχουμε σε φυσικό χρόνο πρόσβαση σε πληροφορίες που διαχέονται αλλά και να φτάνουμε να τις καταναλώνουμε με καταιγιστικούς ρυθμούς.
Εκείνο που μέχρι τώρα δείχνει να συμβαίνει στην Αφρική είναι η ενεργοποίηση ορισμένων ΜΚΟ που επιχειρούν να γνωστοποιήσουν τις διώξεις, τις συνθήκες διαβίωσης των γυναικών στα στρατόπεδα εγκλεισμού τους και να πιέσουν τις κυβερνήσεις για κάποιες νομοθετικές πρωτοβουλίες παροχής προστασίας των διωκόμενων. Πρέπει όμως να σημειώσουμε ότι, μολονότι η κυβέρνηση της Γκάνας δήλωσε την πρόθεσή της να κλείσει όλα τα στρατόπεδα μέσα στο 2012, εύλογα παρέμεινε η ανησυχία για το μέλλον αυτών των γυναικών, αφού για τη μετέπειτα διαδρομή τους δεν υπήρξε οργανωμένη μέριμνα. Η ζωή τους έξω από τα στρατόπεδα χαρακτηρίζεται από κινδύνους και αβεβαιότητα, πολύ περισσότερο που οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες είναι απρόθυμες ή και εχθρικές στο ενδεχόμενο συνύπαρξης με τις πρώην έγκλειστες-φορείς του στιγματισμού τους ως μάγισσες. Ωστόσο με τη συγκρότηση του Δικτύου των φερόμενων ως μαγισσών από γυναίκες που ζουν σε τέτοια στρατόπεδα (με τη συνδρομή πάντως της ΜΚΟ ActionAid) έγινε εφικτό να ενταχθούν έγκλειστες έξι καταυλισμών σε συλλογικές διαδικασίες κοινωνικοποίησης, συζήτησης, ενδυνάμωσης. Εκτός από τα παραπάνω το Δίκτυο επιδιώκει την ενεργοποίηση των δικαστικών μηχανισμών, προκειμένου οι τελευταίοι να ασχοληθούν μαζί τους και να τις δικαιώσουν στο νομικό κομμάτι ως πρώτο βήμα στον αβέβαιο δρόμο της επιστροφής στην κοινότητά τους. Στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κογκό τα τελευταία χρόνια έχει ιδρυθεί η Ένωση Γονέων με παιδιά που πάσχουν από εγκεφαλικές βλάβες, για τις οποίες οι μητέρες θωρούνται υπαίτιες με αποτέλεσμα το στιγματισμό τους ως μάγισσες. Ο αριθμός των μελών μέσα σε τρία χρόνια ξεπέρασε τα πεντακόσια· για όσες εγκαταλείφθηκαν ή εκδιώχθηκαν μαζί με τα παιδιά τους από τις οικογένειές τους αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο και ταυτόχρονα το μέσο να γίνουν ορατές (για τον λόγο αυτό οργανώνονται πορείες και δημόσιες παρεμβάσεις). Επιπλέον τους παρέχεται νομική βοήθεια με σκοπό την προσφυγή σε δικαστήρια. Ωστόσο και στις περιπτώσεις δικαίωσής τους οι αποφάσεις σπάνια εφαρμόζονται οι αποφάσεις.
Στην Ινδία εδώ και τουλάχιστον τρεις δεκαετίες δραστηριοποιούνται ακτιβίστριες –σε κάποιες περιπτώσεις πρόκειται για γυναίκες που επέζησαν του κυνηγιού μαγισσών. Σε συνεργασία με ΜΚΟ επιδιώκουν την ενημέρωση γύρω από αυτές τις δολοφονικές πρακτικές και την αποκάλυψη των παραγόντων που τις ενθαρρύνουν. Με βάση και την εμπειρία τους στηλιτεύεται μεταξύ άλλων η απουσία πολιτικής βούλησης (απροθυμία οικονομικής και έμπρακτης στήριξης σε τέτοιες πρωτοβουλίες από την πλευρά κράτους και κυβέρνησης), η κουλτούρα της πατριαρχίας και η επικερδής εμπλοκή προσώπων με κύρος όπως άντρες γιατροί-σαμάνοι), η σιγή των διανοουμένων γύρω από αυτό το ζήτημα, το περιβάλλον πολλαπλών και οξυμμένων κοινωνικών προβλημάτων. Μέσα από την επικοινωνία με άλλες γυναίκες, το χτίσιμο δικτύων αλληλεγγύης και ενδυνάμωσης, με καμπάνιες-απόπειρες παρέμβασης στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης θέτουν ως αίτημα τον τερματισμό των δολοφονιών. Επιπλέον στην Τζαρκάντ, περιοχή που κατέχει τη θλιβερή πρωτιά στην εξόντωση γυναικών με την κατηγορία της μαγείας, δραστηριοποιείται από το 1991 η Επιτροπή Ελεύθερης Νομικής Βοήθειας που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θέσπιση νόμων ενάντια στο κυνήγι μαγισσών. Στις προηγούμενες κινήσεις ήρθε να προστεθεί και η συγκρότηση ειδικής επιτροπής από το κοινοβούλιο της πολιτείας Maharashtra, αποτελούμενης από γιατρούς, εργαζόμενους στον τομέα της υγείας, ερευνητές και ακτιβιστές για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Πάρθηκαν αποφάσεις για συγκεκριμένα ερευνητικά προγράμματα και τέθηκε ως στόχος η εκρίζωση των πρακτικών που συνδέονται με το κυνήγι μαγισσών.
Μια ανάγνωση των αντιστάσεων
Είναι ενδιαφέρον να δούμε αυτές τις αντιστάσεις από την οπτική των κοινών, δηλαδή ενταγμένες σε αυτό το συγκεκριμένο θεωρητικό πλαίσιο. Υπό το πρίσμα αυτό τόσο τα κοινά της φύσης, με άλλα λόγια η γη και όλοι οι πόροι που συνδέονται μαζί της (βοσκότοποι, ιχθυότοποι, δάση, νερά και αέρας) όσο και τα κοινά ως αποτελέσματα του ανθρώπινου πράττειν, της ανθρώπινης εργασίας και δημιουργικότητας (ιδέες, γλώσσα, πολιτιστική κληρονομιά και ανοιχτό λογισμικό) είναι διαρκώς στο στόχαστρο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Στη διαδικασία της διαρκούς πρωταρχικής συσσώρευσης οι «νέες περιφράξεις» των κοινών (περιφράξεις γαιών και υδάτων για κατασκευή φραγμάτων, εξορύξεων, περιφράξεις στην εκπαίδευση, στην υγεία, έμφυλες καταπιέσεις, έλεγχος των γονιδίων, περιφράξεις στο διαδίκτυο, στο πολιτισμό κλπ.) απειλούν βεβαίως τα κοινά και ως αντικειμενική συνθήκη. Ωστόσο, κυρίως και πρωτίστως απειλούν το commoning/«κοινωνείν», την εξελισσόμενη ενεργητική διαδικασία δημιουργίας και συμμετοχής σε αυτά. Βάλλουν ευθέως ενάντια στα κοινά, ιδωμένα αυτή τη φορά όχι ως υλικοί πόροι ή ιδέες αλλά ως σχέσεις: ως σχέσεις των ανθρώπων με τα κοινά, ως δραστηριότητα και ως τρόπος κοινωνικοποίησής τους.
Υπό την έννοια αυτή το κυνήγι των μαγισσών στην ανάδυση του καπιταλισμού διέλυσε ισχυρούς δεσμούς φιλίας και αλληλεγγύης ανάμεσα στις γυναίκες (και εν τέλει εντός των κοινοτήτων) σε έναν κόσμο όπου παρά την εκμετάλλευση και την καταπίεση οι κατώτερες τάξεις διαχειρίζονταν συλλογικά το μεγαλύτερο μέρος της καθημερινότητάς τους και στο πεδίο της εργασίας και στις πτυχές της κοινωνικής ζωής τους. Το χτύπημα στις γυναικείες κοινότητες έκανε ευκολότερη και τη διάλυση των κοινοτήτων γενικά. ΟΙ αντίστοιχες πρακτικές σήμερα συνδέουν το κυνήγι των μαγισσών στην Αφρική και στην Ινδία με το ΔΝΤ, την ιδιωτικοποίηση της γης και την καταστροφή των κοινών.
Όπου οι κοινωνικοί αγώνες ενάντια σε αυτές τις διαδικασίες του κεφαλαίου είναι οξυμμένοι, η συμμετοχή των γυναικών σε αυτούς τις καθιστά πιο ορατές. Στην πράξη μοιάζει οι αγωνιζόμενες γυναίκες να φεμινιστικοποιούν την πολιτική αναμέτρηση με τον καπιταλισμό και να μπολιάζουν τον αγώνα ενάντια στην πατριαρχία με τα αντικαπιταλιστικά προτάγματα. Οι εμπειρίες τους – μέσα από την προάσπιση των κοινών στην Λατινική Αμερική, στη Μέση Ανατολή (Δυτικό Κουρδιστάν), στην Ινδία, ενδεχομένως τείνουν στη σύσταση ενός νέου είδους κοινών: σε εμβληματικές περιπτώσεις αυτά ήδη αποτυπώνονται σε μέρη που βρίσκονται είτε σε διαρκή απειλή και βίαιη καταστολή (εξεγερμένες περιοχές των Ζαπατίστας, ιθαγενικές κοινότητες της Λατινικής Αμερικής) είτε σε διαδικασία πολεμικών εκκαθαρίσεων (Ροτζάβα). Πρόκειται για τα κοινά ως χώροι καθημερινής κοινωνικής αντίστασης ενάντια στον κρατικό καπιταλιστικό έλεγχο αλλά και ως χώροι όπου οι έμφυλες καταπιέσεις συρρικνώνονται σταδιακά μέσα από την ανυποχώρητη διεκδίκηση των γυναικών για ισοτιμία, ορατότητα, οριζοντιότητα, δημοκρατικές συλλογικές διαδικασίες αυτοθέσμισης και συναπόφασης από όλα τα μέλη της κοινότητας.
Παράλληλα ανιχνεύονται και παραδείγματα ενδιάμεσων νέων κοινών που κινούνται σε ανεπίσημο έδαφος, εντός, εκτός και στα όρια κρατικών σχηματισμών και καπιταλιστικής επέκτασης. Μια τέτοια περίπτωση αποτελούν οι γυναίκες της Νάγκμπα. Πρόκειται για Βεδουίνες των οποίων η φυλή εκδιώχθηκε από τη γη τους στην έρημο Negev/Naqab τη δεκαετία του 1950. Έζησαν σε περιφραγμένη ζώνη υπό καθεστώς στρατιωτικού νόμου και υφίστανται διαρκείς εκτοπισμούς με βίαιες μετεγκαταστάσεις και κατεδαφίσεις των χωριών τους. Βιώνουν την πολιτική του αποκλεισμού των οικισμών τους από την πρόσβαση σε κρατικές υποδομές (όπως νερό, ηλεκτρικό ρεύμα, αποχέτευση, εκπαίδευση, υγειονομική περίθαλψη και δρόμοι). Το ισραηλινό κράτος με την παράλληλη εφαρμογή ρατσιστικών πολιτικών απαρτχάιντ επιχειρεί να υφαρπάξει τα εδάφη τους και να τους υποχρεώσει να μετακινηθούν προς τις πόλεις. Όσοι ήδη εγκλωβίστηκαν εκεί υπόκεινται ως αραβικής καταγωγής πολίτες του Ισραήλ σε διακρίσεις, στερούμενοι τόσο των παραδοσιακών παραγωγικών μέσων που εξασφάλιζαν την επιβίωσή τους όσο και δικαιωμάτων. Αποτελούν απλώς αναλώσιμο, υποτιμημένο, φτηνό εργατικό δυναμικό για εργοστάσια και αγροτικές δουλειές, προορισμένο να ζει στη φτώχεια και στην επισφάλεια.
Η διάλυση των ποιμενικών ημινομαδικών κοινοτήτων τους είχε μεγάλο αντίκτυπο στις γυναίκες που βρέθηκαν χωρίς τη θέλησή τους και μέσα από βίαιες διαδικασίες εκτοπισμού σε αστικά περιβάλλοντα πρωτόγνωρα γι’ αυτές. Ωστόσο οι μεγαλύτερες σε ηλικία ασκούν πρακτικές έμπρακτης υπονόμευσης, ανυπακοής και μη συμμόρφωσης στις προσχηματικές επιταγές της «ανάπτυξης» και του απεγκλωβισμού από τη φυλετική προνεωτερικότητα. Διατηρούν ισχυρές τόσο τη μνήμη ενός τρόπου ζωής με την ελευθερία της μετακίνησης, τη σχέση με τη γη και τα κοπάδια όσο και την εμπειρία της αυτοσυντήρησης. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο άρχισαν πρώτες να αντιλαμβάνονται ότι οι εργασιακές σχέσεις στον καπιταλισμό και η εξάρτηση από την κατανάλωση δεν αποτελούν μέσα χειραφέτησης αλλά υποταγής στην κυριαρχία της αγοράς. Έτσι, χτίζουν ανεπίσημα δίκτυα παραγωγής και ανταλλαγής προϊόντων και υπηρεσιών ακόμα και μέσα στο αστικό περιβάλλον εκμεταλλευόμενες την παραμικρή δυνατότητα καλλιέργειας, κτηνοτροφίας και μεταποίησης. Επιδιώκουν την ελάχιστη δυνατή εξάρτησή τους από την αγορά και τους κανόνες της. Αναδιαμορφώνουν το αστικό περιβάλλον δημιουργώντας εντός του χώρους που από άποψη δομής, λειτουργικότητας και σχεσιακών χαρακτηριστικών παρακάμπτουν το υπάρχον.
Ένα ακόμα ζήτημα που διαχειρίζονται είναι η εφαρμογή της βιοπολιτικής, του δεσμού της ιατρικής με τον πολιτικό έλεγχο πάνω στους ανθρώπους. Το κράτος του Ισραήλ, εφαρμόζοντας μεθόδους υπαγορευμένες από το νεοαποικιακό προφίλ του, αντλεί μέσω της κλινικής ιατρικής πρόσβαση στη θεραπευτική γνώση μειοψηφικών εθνοτικών ομάδων, όπως οι Βεδουίνοι. Επιπλέον, τα δεδομένα που προκύπτουν από την ιατρική παρακολούθησή τους παραμένουν χρήσιμα για την άσκηση ελέγχου πάνω σ’ αυτούς τους πληθυσμούς, με πρόσχημα την καταπολέμηση των κινδύνων της οπισθοδρομικής παραδοσιακής ιατρικής και τη βελτίωση των δεικτών υγείας. Ωστόσο οι γυναίκες θεραπεύτριες επιμένουν στην άσκηση των τοπικών, εναλλακτικών θεραπευτικών πρακτικών και της καλλιέργειας της γνώσης που προϋποθέτουν αυτές, γνώση που αποτελεί περισσότερο μέσο δημιουργίας και διατήρησης κοινοτικών δεσμών παρά τρόπο κερδοφορίας. Παρά τη σφοδρή κριτική σε βάρος τους ως «κομπογιαννίτισσες» (που λίγο απέχουν από απατεώνες-μάγισσες) εξακολουθούν να λειτουργούν τα παράλληλα δίκτυα ιατρικής και θεραπείας που δόμησαν. Οι επιθέσεις δεν έρχονται μόνο από τη μεριά των κρατικών φορέων ιατρικής περίθαλψης αλλά συχνά και από νεώτερα μέλη των κοινοτήτων τους. Τα τελευταία δείχνουν να εμπιστεύονται τη επίσημη ιατρική – ως ένδειξη ενσωμάτωσης στην κρατική υπόσταση που τρέφεται από την προσδοκία κοινωνικής αποδοχής. Άλλοτε πάλι είτε έχουν καταφέρει να βρουν μια ανάλογη θέση εργασίας σε κρατικούς φορείς υγείας (οι περιπτώσεις σπανίζουν) είτε θεωρούν αυτές τις πρακτικές ως μη ισλαμικές. Πάντως, μολονότι οι Βεδουίνοι χρησιμοποιούν το δημόσιο σύστημα υγείας, καταφεύγουν και στις θεραπεύτριες της φυλής τους, ειδικά οι γυναίκες και οι άνθρωποι μεγαλύτερων ηλικιών.
Κι ένας σύντομος επίλογος ως πρόλογος για μια συζήτηση χρήσιμη να ανοιχτεί
Όποια κι αν είναι η άποψή μας για τον αυτόνομο μαρξισμό ως ρεύμα του ανταγωνιστικού κινήματος και για τη θεωρία των κοινών, θα ήταν λάθος στο όνομα ιδεολογικών διαφορών ή θεωρητικών διαφωνιών να μην λάβουμε υπόψη την ερευνητική δουλειά, τις πληροφορίες και τις παρατηρήσεις των φεμινιστριών που αναγνωρίζουν εαυτές στην τάση αυτή· πολύ περισσότερο που αυτές οι προσεγγίσεις ξεφεύγουν από την αρτηριοσκλήρωση του στείρου ακαδημαϊσμού, έχουν ορίζοντα τη συλλογική πολιτική δράση και επιχειρούν να ενισχύσουν τα χειραφετητικά φεμινιστικά κινήματα. Στην κατεύθυνση αυτή προτείνουν ερμηνευτικά εργαλεία, θεωρητικά πλαίσια αλλά και διαχέουν ποικίλες πρακτικές και πολύμορφες στοχεύσεις, προερχόμενες από τους αγώνες των γυναικών σε μέρη εκτός της καπιταλιστικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής .
Είναι επομένως σημαντικό να αναζωογονήσουμε τους δυτικούς φεμινισμούς με την εμπειρία άλλων φεμινισμών, να αναγνωρίσουμε τα ελλείμματα και τις ανεπάρκειες που πάντα εντοπίζονται σε ζωντανά και εν δράσει κινήματα. Να εντοπίσουμε τους λόγους για τους οποίους μαθαίνουμε τόσα λίγα για τις γυναίκες και τους φεμινισμούς πέραν της Δύσης. Να κατανοήσουμε τι σημαίνουν οι σιωπές και η αμηχανία που συχνά συνοδεύουν τις απόπειρες να μιλήσουμε για όψεις της πατριαρχίας εκτός των καπιταλιστικών μητροπόλεων. Να διαχειριστούμε την απροθυμία που δεν μας αφήνει κάποιες φορές να αναμετρηθούμε με τάσεις αυτοαναφορικότητας. Να υπερβούμε τους άτεγκτους διαχωρισμούς, όταν αυτοί ορθώνονται στο εσωτερικό μας. Ίσως έτσι να αντιμετωπίσουμε με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα τη διττή απειλή που αντιμετωπίζουμε ως ελεύθεροι άνθρωποι, ως πρόσωπα και όχι μόνο ως έμφυλα υποκείμενα: την πατριαρχία και τον καπιταλισμό.
Πηγές
Α. Βιβλία-Έντυπα άρθρα
1. Federici, Silvia Ο Κάλιμπαν και η μάγισσα – Γυναίκες, σώμα και πρωταρχική συσσώρευση, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις των Ξένων, 2011
2. Federici, Silvia,Το κυνήγι των μαγισσών χθες και σήμερα, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις των Ξένων, 2019
3. Stardust, Lady, Γυναίκες στην πυρά, Αθήνα, Κόκκινο Νήμα, 2010
4. Richter–Devroe Sophie, «Σύγχρονες Μάγισσες: Η καθημερινή αντίσταση των Βεδουίνων γυναικών ενάντια στην Ισραηλινή αποικιοκρατία», kabbom, τ. 6, kabbom, Δεκέμβριος 2019
B. Άρθρα σε διαδικτυακούς ιστότοπους
1. Το κυνήγι μαγισσών εξακολουθεί να στοιχίζει ζωές στην αγροτική Ινδία
-
στο https://el.globalvoices.org › 2019/08
-
Αφαιρούν τη μήτρα από γυναίκες στην Ινδία «για να είναι πιο παραγωγικές»!
-
στο https://tvxs.gr/news/kosmos/oi–gynaikes–agrotisses–stin–india–afairoyn–ti–mitra–toys–gia–na–ayksisoyn–tin–paragogiko
-
Το κυνήγι των μαγισσών του χθες, η γυναικοκτονία του σήμερα
-
Οι Γυναίκες που Ζουν Απομονωμένες στους «Καταυλισμούς Μαγισσών» της Γκάνας
-
Ο αφρικανικός Μεσαίωνας: στρατόπεδα συγκέντρωσης για “μάγισσες” στην Γκάνα
-
Στην Αφρική, γυναίκες κατηγορούνται ως μάγισσες, επειδή τα παιδιά τους είναι ανάπηρα
-
Κυνήγι μαγισσών με θύματα παιδιά στον 21ο αιώνα
στο http://ola-ta-kala.blogspot.com/2012/06/21_30.html
Οι γυναίκες ως μάγισσες και η σκιά τους (στον κινηματογράφο και στη λογοτεχνία)
Ταινίες (που έχουμε δει/θέλουμε να δούμε )
-
Häxan, Benjamin Christensen, 1922.
Μια απεικόνιση της ιστορίας της μαγείας και των δεισιδαιμονιών γύρω απ’ αυτήν από την εποχή του Μεσαίωνα μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
-
Day of Wrath, Carl Theodor Dreyer, 1943.
Η ταινία τοποθετείται σε ένα δανέζικο χωριό τον 17ο αιώνα όπου μια νεαρή γυναίκα κατηγορείται ως μάγισσα.
-
Les Sorcières de Salem, Raymomd Rouleau, 1957.
Μια κατηγορία για μαγεία προκαλεί μια σειρά από καταδίκες στο Σάλεμ της αποικιακής Μασαχουσέτης (1692).
-
Witchfinder General, Michael Reeves, 1968.
Η ταινία παρακολουθεί τη δράση ενός κυνηγού μαγισσών στην Αγγλία του 17ου αιώνα.
-
The devils, Ken Russell, 1971.
Γαλλία, 17ος αιώνας: ο καρδινάλιος Ρισελιέ και οι οπαδοί του κατηγορούν τον βασικό πολιτικό τους αντίπαλο ως μάγο.
-
Monty Python and the Holy Grail, Terry Gilliam, Terry Jones, 1975.
Αγγλία, 10ος αιώνας: οι « περιπέτειες» του βασιλιά Αρθούρου και των ιπποτών του στην αναζήτηση του Ιερού Δισκοπότηρου.
-
Three Sovreigns for Sarah, Philip Leacock, 1985.
Τηλεοπτική σειρά τοποθετημένη ιστορικά στο Σάλεμ. Με φόντο τις δίκες και τις εκτελέσεις μαγισσών, εξιστορεί την ιστορία μιας κατηγορούμενης που καταφέρνει να επιβιώσει.
-
The Crucible, Nicholas Hynter, 1996.
Στο Σάλεμ του 1962 μια νεαρή γυναίκα κατηγορεί τη γυναίκα του πρώην εραστή της ως μάγισσα, με σκοπό να τον εκδικηθεί.
-
Ι Am Not a Witch, Rungano Nyoni, 2017.
Ένα οχτάχρονο κορίτσι καταδικάζεται για μαγεία και μεταφέρεται σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης μαγισσών.
-
The handmaid’s tale, Bruce Miller, 2017.
Τηλεοπτική σειρά δυστοπίας: σε έναν κόσμο υπό κατάρρευση και κάτω από ένα απολυταρχικό καθεστώς, οι γόνιμες γυναίκες φυλακίζονται και βιάζονται από τους αφέντες τους με σκοπό την τεκνοποίηση.
-
The Outcasts, Γιώργος Γεωργόπουλος, 2012.
Ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για το κυνήγι μαγισσών και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης μαγισσών στην Γκάνα.
-
Bref, Χριστίνα Πιτούλη, 2013.
Ντοκιμαντέρ για το έθιμο της κλειτοριδεκτομής στην Αφρική.
-
Η Φόνισσα, Κώστας Φέρρης, 1974.
Μεταφορά στον κινηματογράφο της νουβέλας του Αλ. Παπαδιαμάντη η Φόνισσα.
-
Η κυρά μας η μαμή, Αλέκος Σακελλάριος, 1958.
Η σύγκρουση του γιατρού του χωριού με τη μαμή που ασκεί μια άλλη ιατρική βασισμένη στο ξεμάτιασμα και τα φυλακτά.
Βιβλία (που έχουμε διαβάσει/θέλουμε να διαβάσουμε)
-
Η Φόνισσα, Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, 1922.
Η Φραγκογιαννού, μια ηλικιωμένη χήρα, σκοτώνει τη νεογέννητη εγγονή της καθώς και τρία μικρά κορίτσια πιστεύοντας ότι η ζωή για τις γυναίκες είναι βάσανο.
-
Δοκιμασία (Οι μάγισσες του Σάλεμ)*, Arthur Miller, 1953.
Θεατρικό του Μίλερ που βασίζεται στις δίκες μαγισσών στο Σάλεμ της Μασαχουσέτης. Σ’ αυτό έχουν στηριχθεί και οι ταινίες Les Sorcières de Salem και The Crucible.
-
Οι Καλοί*, Kent Hannah, 2016.
Στην Ιρλανδία του 19ου αιώνα, τρεις γυναίκες οδηγούνται στη μαγεία με σκοπό να βοηθήσουν τον ανάπηρο Μιχόλ, τον οποίο η κοινότητα θεωρεί υπεύθυνο για την κακοτυχία της .
-
Η μάγισσα*, Camilla Lackberg, 2017.
Η εξαφάνιση ενός μικρού κοριτσιού στη Φιελμπάκα προκαλεί μια ανασκόπηση βαθιά στο παρελθόν.
-
Η ιστορία της Πορφυρής Δούλης*, Margaret Atwood
Πρόκειται για το βιβλίο στο οποίο βασίστηκε η σειρά The handmaid’s tale.
-
«Αναπαραστάσεις του Φύλου στο μεταφυσικό κόσμο της λαϊκής λογοτεχνίας: νεράιδες και μάγισσες», Ηρώ Μαυρουσούδη, 2010.
Διπλωματική εργασία που αναλύει λαϊκά παραμύθια από φεμινιστική σκοπιά.
(Τα βιβλία με την ένδειξη * κυκλοφορούν μεταφρασμένα από ελληνικούς εκδοτικούς οίκους)