Η μπροσούρα «ΜΚΟ στο Προσφυγικό Από την Έρημο της Εκμετάλλευσης στην Απόπειρα να Φτάσουμε στην Όαση των Συλλογικών Αντιστάσεων» γράφτηκε από εργαζόμενα στο αντικείμενο του «προσφυγικού»και απευθύνεται σε εργαζόμενα πέραν αυτού. Το περιεχόμενό της αποτυπώνει εμπειρίες και προκύπτει από τις άπειρες εργατοώρες μας ως εργαζόμενα στο συγκεκριμένο χώρο αλλά δεν αφορά το προσφυγικό. Είναι γραμμένη από τη σκοπιά μας ως εργαζομένων και αφορά την εργασία μας σε ΜΚΟ που ανέλαβαν εργολαβικά τα τελευταία χρόνια την παροχή υπηρεσιών πρόνοιας σε εκτοπισμένα άτομα.
Από το 2015 και μέχρι και το 2021, η μεταναστευτική κίνηση των εκτοπισμένων εξαιτίας των πολέμων και της επέλασης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης στην Αφρική και την Ασία προς την Ευρώπη, προκάλεσε την άμεση αντίδραση των ευρωπαϊκών κρατών. Η Ευρωπαϊκή Ένωση και τα κράτη μέλη της που θέλησαν να διαχειριστούν και να ρυθμίσουν τις μεταναστευτικές ροές, «έντυσαν» τις πολιτικές τους με το πέπλο ενός ανθρωπισμού και το μανδύα μιας πρόνοιας που επιχειρούσε να καλύψει τα πτώματα των προσφυγισσών που συσσωρεύονταν στα τείχη των ευρωπαϊκών συνόρων και που επέπλεαν στα ζεστά φιλόξενα (sic!) νερά της Μεσογείου. Φορέας αυτού του «ανθρωπισμού» και εν μέρει διεκπεραιωτής στην ουσία της εφαρμογής αυτών των αντιμεταναστευτικών πολιτικών έγιναν οι λεγόμενες ΜΚΟ του προσφυγικού, οι οποίες το ίδιο διάστημα γεννήθηκαν και αναπτύχθηκαν σε χρόνο ρεκόρ. Δηλαδή πολλές από αυτές δημιουργήθηκαν σχεδόν από το μηδέν, μεγάλωσαν, διευρύνθηκαν, επεκτάθηκαν, απέκτησαν χώρο, γραφεία, δύναμη, έλαβαν παχυλές χρηματοδοτήσεις, προσέλαβαν χιλιάδες εργαζόμενα, έγιναν κανονικά «μαγαζιά» και κάποιες από αυτές μάλιστα μεταμορφώθηκαν σε μεγαλοαφεντικά με τα όλα τους, ήτοι managers, coordinators, fundraisers, τμήματα HR και άλλα πολλά εντυπωσιακά.
Όπως φανερώνει και ο τίτλος της, αυτή δεν είναι λοιπόν μία μπροσούρα για το προσφυγικό: είναι μία μπροσούρα που εστιάζει ακριβώς στην εργασία σε αυτά τα μικρά ή μεγάλα μαγαζιά που πουλάνε με το αζημίωτο «ανθρωπισμό». Περιγράφει και αναλύει την προσπάθεια ανάδειξης των εργασιακών συνθηκών εκμετάλλευσης, εντατικοποίησης, επισφάλειας, εκφοβισμού, εργοδοτικής ασυδοσίας και αυθαιρεσίας που συμβαίνουν στο χώρο των ΜΚΟ, καθώς και τη δική μας προσπάθεια αυτοοργάνωσης σε ένα σωματείο βάσης και συγκρότησης αντιστάσεων και εργατικών διεκδικήσεων.
Εργαστήκαμε και εργαζόμαστε σε ένα χώρο δουλειάς όπου η απόκρυψη της σχέσης εξαρτημένης εργασίας με την εργοδότρια οργάνωση, οι ολιγόμηνες διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, η καθυστέρηση καταβολής μισθού ή/και μη καταβολή δώρων και επιδομάτων, οι απλήρωτες υπερωρίες, οι εκδικητικές απολύσεις και η ποινικοποίηση της συνδικαλιστικής δράσης, οι απολύσεις εγκύων και νέων μητέρων, επιβάλλονται ως αυτονόητες πρακτικές, ως η τάξη των πραγμάτων. Όταν αναφερόμαστε στην «εργοδοτική αυθαιρεσία», λοιπόν, αναφερόμαστε επί της ουσίας στον τρόπο που επιλέγουν οι εργοδότριες ΜΚΟ να διαχειρίζονται τα εργαζόμενα ώστε να παραχθεί το πολυπόθητο προϊόν, αυτό της «παρεχόμενης υπηρεσίας». Το προϊόν,δηλαδή, το οποίο καπηλεύονται και από το οποίο αντλούν την ηθική και πολιτική τους υπεραξία στη δημόσια σφαίρα.Επιπλέον, η εμπειρία που καταγράφεται στην μπροσούρα αυτή δεν έχει σε τίποτα να κάνει με το ψευδεπίγραφο δίπολο «καλές και κακές ΜΚΟ». Περισσότερο έρχεται να συνεισφέρει στην εμπειρία των αυτοοργανωμένων εργατικών αγώνων, της συλλογικοποίησης των διεκδικήσεων και να μιλήσει για την εργασία στις ΜΚΟ με έναν τρόπο που ξεπερνά το αντικείμενο της εργασίας – στην προκειμένη τη διαχείριση των προσφυγικών/μεταναστευτικών ροών.
Γιατί, αν και η επικαιρότητα των τελευταίων 8 χρόνων έκανε τις ΜΚΟ να ταυτιστούν στο συλλογικό ασυνείδητο με το προσφυγικό ζήτημα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι συγκεκριμένες οργανώσεις δραστηριοποιούνται γύρω από αρκετά αντικείμενα. Αυτό που συνέβη την περίοδο για την οποία γράφουμε είναι πως γιγαντώθηκε το πεδίο της πρόνοιας για εκτοπισμένους πληθυσμούς και μαζί με αυτή την εξέλιξη γιγαντώθηκε και το εργατικό δυναμικό που απασχολούνταν σε αυτό. Και κάπου εδώ αναρωτιόμαστε: μήπως είμαστε στο ίδιο έργο θεατές; Από πότε είναι αυτή η εφημερίδα που διαβάζουμε; Μήπως τα «νέα» είναι μπαγιάτικα;
Τα παραπάνω ερωτήματα είναι εύλογα. Αν ανατρέξουμε στην ιστορία των τελευταίων δεκαετιών των ΜΚΟ στο ελληνικό κράτος, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι αυτές δραστηριοποιούνται επίσης στα αντικείμενα της ψυχικής υγείας, της προστασίας των ζώων και του περιβάλλοντος, της παροχής προνοιακών υπηρεσιών στις λεγόμενες «ευπαθείς ομάδες» κ.α.Η παρουσία τους μοιάζει να χαρακτηρίζεται από ένα σταθερό μοτίβο, από ένα συνεχές εργοδοτικών αυθαιρεσιών μέσα στις δεκαετίες: την περίοδο της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης, της μεγάλης «αποασυλοποίησης» και της ένταξης των ΜΚΟ στα προγράμματα «Ψυχαργώς», η αβεβαιότητα, η επισφάλεια, η αδιαφορία για τους/τις λήπτες/τριες των υπηρεσιών, το άνοιγμα και το κλείσιμο δομών υποστήριξης εν μία νυκτί, η πολύμηνη απληρωσιά βασισμένη στη ρητορική των εργοδοτριών για καθυστερήσεις στη χρηματοροή από τον εκάστοτε χρηματοδότη, ήταν κομμάτι τόσο της εργασιακής εμπειρίας όσο και της εμπειρίας των εργατικών διεκδικήσεων. Αντίστοιχα, το σύνθημα «είμαστε εργαζόμενες και όχι εθελόντριες» προκύπτει από τις διεκδικήσεις να αναγνωριστεί το πραγματικό καθεστώς της εργασίας μας, που όπως θυμόμαστε, ήταν – και εξακολουθεί σε μεγάλο βαθμό να είναι – αίτημα των εργαζομένων στις περιβαλλοντικές ΜΚΟ.
Μήπως όλα αυτά μας θυμίζουν κάτι; Ζούμε απλά τη μέρα της μαρμότας; Αναρωτιέστε κι εσείς μήπως υπάρχει ένα νήμα που συνδέει τις εργασιακές εμπειρίες των εργαζομένων στις πάλαι ποτέ ΜΚΟ της ψυχιατρικής αποασυλοποίησης, με τις εμπειρίες των εργαζομένων στις κραταιές σήμερα ΜΚΟ του προσφυγικού και τις αγέραστες περιβαλλοντικές ΜΚΟ; Μήπως η ανάθεση σε ιδιωτικές εταιρίες, όπως οι ΜΚΟ των προνοιακών/φροντιστικών/προστατευτικών λειτουργιών, που επιτελούνταν στο παρελθόν από το κράτος, διαμορφώνει ένα ιδανικό πεδίο εργασιακού πειραματισμού; Μήπως ο χώρος των ΜΚΟ είναι ένα ιδανικό θερμοκήπιο για να «καλλιεργούνται» από κράτος και κεφάλαιο πειραματικά νέες εργασιακές συνθήκες, συμπεριφορές και περιβάλλοντα πριν αυτές εφαρμοστούν στο σύνολο του χώρου της εργασίας;
Στο χώρο δουλειάς που λέγεται «ΜΚΟ» τα προβλήματα είναι κοινά και διατρέχουν την εργασιακή εμπειρία συναδέλφων σε διαφορετικά αντικείμενα και, δυστυχώς, διαχρονικά, όπως φανερώνει και η συλλογική μνήμη. Ως εργαζόμενα βάσης, αρνούμαστε τη μοναξιά, την εξατομίκευση και τη συμμόρφωση και προχωράμε η μία δίπλα στον άλλο στους εργασιακούς μας χώρους. Μόνο οι σχέσεις αλληλεγγύης και συναδελφικότητας μας βγάζουν από το αδύναμο ατομικό κλουβί και μας γεμίζουν δύναμη και ενότητα. Αν κάποια από εμάς θεωρούν μάταιους και αδιέξοδους τους αγώνες ενάντια στην ασυδοσία των απολύσεων και στην υποτίμηση των ζωών μας, αξίζει να αναρωτηθούμε: αλήθεια υπάρχει τίποτα πιο καταδικασμένο και αδιέξοδο από την στάση σιωπής και υποταγής; Όταν χάνει τη δουλειά του το συνάδελφο που δουλεύει δίπλα μας, ξέρουμε ότι είμαστε οι επόμενοι, και μετά κι άλλοι κι άλλοι. Η μόνη απάντηση τότε, αλλά και σε κάθε στιγμή της εργασιακής μας καθημερινότητας, είναι η συναδελφική αλληλεγγύη και η συλλογικοποίηση των εργασιακών μας εμπειριών. Όσο κι αν ακούγεται χιλιοειπωμένο, οι μόνοι αγώνες που χάνονται είναι αυτοί που δεν δίνονται. Με μικρό ή μεγαλύτερο βηματισμό, άλλοτε με νίκες κι άλλοτε πιο δύσκολα, προχωράμε με πείσμα και αποφασιστικότητα για να σπάσουμε τον φόβο και να υπερασπιστούμε την αξιοπρέπεια και τα εργασιακά μας δικαιώματα.
Το ΣΒΕΜΚΟ στηρίζει τους αγώνες των εργαζομένων στις ΜΚΟ με διαδικασίες βάσης οριζόντιες και ισότιμες, με αμοιβαιότητα και κόντρα στην ανάθεση. Οργανώνουμε τις αντιστάσεις μας συλλογικά στο σωματείο μας, υψώνουμε την αλληλεγγύη εμπόδιο στην εργοδοτική ασυδοσία και βαρβαρότητα. Συνδιαμορφώνουμε τη συλλογική μνήμη, ποτίζοντας την με εμπειρίες αντίστασης.
ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 24 ΜΑΡΤΙΟΥ 2023
στις 19:00.
στο Πέρασμα (Ζ. Πηγής & Ισαύρων)
ΕΚΔΗΛΩΣΗ – ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΜΠΡΟΣΟΥΡΑΣ: «ΜΚΟ στο Προσφυγικό. Από την Έρημο της Εκμετάλλευσης στην Απόπειρα να Φτάσουμε στην Όαση των Συλλογικών Αντιστάσεων». Από το Σωματείο Βάσης Εργαζομένων στις ΜΚΟ (ΣΒΕΜΚΟ)
Θα ακολουθήσει μπαρ οικονομικής ενίσχυσης