Συλλογικότητες


προβολή της ταινίας Le Prenom & bar στο Αυτοδιαχειριζόμενο Πάκρο Ναυαρίνου

προβολή της ταινίας Le Prenom & bar

 Κυριακή 25 Ιούνη

στις 20.30

στο

Αυτοδιαχειριζόμενο Πάκρο Ναυαρίνου

Καλειδοσκόπιο

εργαστήρι για τους δραπέτες του πραγματικού

τα παιδία είναι η αρχη της ευτυχίας

το ονομά τους όμως είναι η αρχή των μπελάδων

Το προτεινόμενο όνομα για ένα μωρό πολύ προτού γεννηθεί αποτελεί την αφορμή για την πανηγυρική μας εισβολή στους κόσμους των ενηλίκων που θα το υποδεχτούν.

Και μετά… τρέχουμε: σε καταιγιστικούς ρυθμούς- που μετατρέπουν το σκηνικό ενός σπιτιού σε αλάνα- έχουμε υποδειγματικά ένα θεατρικό με κινηματογραφική γραφή που ρέει, δίχως ίχνος κλειστοφοβίας. Διάλογοι πανέξυπνοι, υψηλής αισθητικής χιούμορ που οδηγεί σε πηγαίο γέλιο (κι ας μην κατηγοριοποιείται εύκολα στις κωμωδίες μια τέτοια ταινία), ερμηνείες μακριά από επιτήδευση και μανιέρες, ροή αβίαστη με ξαφνιάσματα κι ανάπαυλες, λιτή κινηματογραφική ματιά δίχως εκζήτηση: αυτά είναι τα μέσα με τα οποία έρχονται στην επιφάνεια προς διαχείριση  -άλλοτε τρυφερά κι άλλοτε βίαια, σε κάθε περίπτωση γήινα και ειλικρινά- επιλογές ζωής, αντιλήψεις, επιθυμίες, αποφάσεις, καθημερινότητες, συμπεριφορές, όχι μακριά από μας…


Προβολή της ταινίας “Λύσσα”

«Λύσσα»

μια ταινία για την ιστορική μνήμη & τον εμφύλιο

&

Συζήτηση

με το αυτοοργανωμένο κινηματογραφικό εγχείρημα

LYSSA CREW/ +ΤΕΧΝΙΑ-

Πέμπτη 8 Ιουνίου

στις 20.30

στο

Αυτοδιαχειριζόμενο Στέκι Πέρασμα

Ζ. Πηγής 95 97 & Ισαύρων

Διοργάνωση:

Καλειδοσκόπιο

εργαστήρι για τους δραπέτες του πραγματικού


Για μια ανοικτή δημιουργική προσέγγιση της λογοτεχνίας ως γραφή & ως ανάγνωση

Ο Φιλήμονας Πατσάκης στο δοκίμιο του «Ας ξαναχτίσουμε τους ανεμόμυλους. Λογοτεχνία και αυτεξούσιο» επιχειρεί να πλεύσει μέσα στην περιπέτεια της γραφής, της ανάγνωσης και της ερμηνείας των λογοτεχνικών έργων, σ’ ένα ταξίδι που κινείτε  ταυτόχρονα σε πολλά επίπεδα και με μια ανοικτότητα που αποστρέφει το βλέμμα της από κάθε κλειστή ερμηνεία. Που έρχεται σε ρήξη με κανόνες και  «επιστημονικές»  προσεγγίσεις που αξιώνουν εγκυρότητα λόγο του ρόλου τους  και της θέσης τους στο στερέωμα  του υπάρχοντος τρόπο σκέψης.

Όντας σε μια τέτοια πολεμική με τις μονοσήμαντες  προσεγγίσεις που βασίζονται σε ακαδημαϊκού τύπου κανονικοποίησης της αισθητικής ή της ιδεολογικής της χρήσης, ο Πατσάκης προσπαθεί να αναδείξει την γραφή, την ανάγνωση αλλά και την ερμηνεία ως ανοικτές δυναμικές, δημιουργικές και πολυφωνικές διαδικασίες.

Ακριβώς σ’ αυτές τις πολύμορφες διαδικασίες είναι που εντοπίζει την ικανότητα κάποιων λογοτεχνικών έργων να αντέχουν στο χρόνο και να επιβιώνουν πέρα από τα ιστορικά τους συμφραζόμενα και τις προθέσεις του ίδιου  τους, του συγγραφέα.

Σ’ αυτήν την προσέγγιση όπως θα δούμε παρακάτω μεγάλη σημασία έχει η αυτονομία όχι μόνο του έργου αλλά και των ίδιων των προσώπων που αναδύονται μέσα από αυτό,  καθώς τα νοήματα, οι πράξεις και οι προθέσεις των μυθιστορηματικών προσώπων είναι τα ίδια διακυβεύματα τις συνεχής διαδικασίας της ανάγνωσης.

Αναζητώντας λοιπών μια γενεαλογία της ίδιας της γραφής, χωρίς καμία αξίωση αντικειμενικότητας ή επιστημονισμού, ο συγγραφέας επιχειρεί μια περιοδιολόγηση  της γραφής και της συγκρότησης της αφήγησης προσπαθώντας να αναδείξει  την εμφάνιση αυτού που ονομάζουμε λογοτεχνία και  πως αυτή η εμφάνιση συνδέθηκε με τις κοσμογονικές αλλαγές που συνέβησαν στην ανθρώπινη ιστορία από τον ύστερο μεσαίωνα και την ανάδυση του καπιταλισμού.

Η παρούσα παρουσίαση του βιβλίου, δεν είναι παρά η περίληψη μιας δημιουργικής ανάγνωσης.

Η εμφάνιση της τυπογραφίας στα μέσα του 15ου αιώνα  και η χρήση της καθομιλουμένης γλώσσας έδωσε την υλική βάση για την εμφάνιση της λογοτεχνίας, δηλαδή την δυνατότητα ένα κείμενο να διαδοθεί τόσο πολύ διά μέσω του γραπτού και όχι του προφορικού λόγου και έδωσε έναν κομβικό ρόλο στον συγγραφέα. Είναι  όμως  η κομβικότητα που αποκτάει το άτομο και οι αγωνίες του μέσα στον αναδυόμενο καπιταλισμό που θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο για την εμφάνιση της λογοτεχνίας. Μια ατομικότητα που αναζητά την ρήξη με το προκαθορισμένο πεπρωμένο, που αμφισβητεί την καθεστηκυία τάξη, αλλά ταυτόχρονα γεμίζει από υπαρξιακές αγωνίες καθώς νιώθει  όλο και πιο πολύ την αστάθεια ενός κόσμου που πλέον τίποτα δεν είναι δεδομένο και αιώνιο.

Το βιβλίο  επικεντρώνεται σε κάποιους συγγραφείς και μερικές φορές μάλιστα σε κάποια συγκεκριμένα έργα τους. Χωρίς όμως να ξεχνάει να κάνει εκτενείς αναφορές στο ιστορικό πλαίσιο αλλά και την γενικότερη κίνηση των ιδεών των πολιτικών και των φιλοσοφικών ρευμάτων που έρχονται σε αλληλεπίδραση με τους συγγραφείς και το έργο τους. Ο σκοπός δεν είναι να κάνει μια πλήρη παρουσίαση, μέσα από επιστημονικές μεθοδολογίες ή φιλολογικού τύπου αναλύσεις.  Αλλά να εστιάσει σε εκείνα τα στοιχεία  που ο θεωρεί ότι αναδεικνύουν την υπαρξιακή ένταση της λογοτεχνίας και των διαδικασιών που την συγκροτούν.

Ο Ραμπελέ με τα φαρσικά και μπουφονικά του στοιχεία θα αναδείξει το γέλιο και την σάτιρα ως την δύναμη της υπονόμευσης της εξουσίας. Τα έργα του διέπονται από την εμπιστοσύνη στον άνθρωπο και την σωματική διάσταση της ευτυχίας. «Ο άνθρωπος δεν γεννιέται αλλά γίνεται» θα φωνάξει ο Γαργαντούα,  φέρνοντας μας μπροστά στην δυναμική των ίδιων των πράξεων μας που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Ο Ραμπελέ είναι ίσως από τους πρώτους που υπονομεύουν την προαιώνια ενοχή με την οποία μας έχει διαποτίσει ο χριστιανισμός.

Οι αναφορές του Πατσάκη στον Έρασμο, στον Μοντένιο, στον Μακιαβέλι, στον Χόμπς,  στον Τζον Λοκ,στον Κατέρσιο, τον Τόμας Μουρ και τόσους άλλους  γίνονται ακριβώς για να δείξει την ένταση των ιδεών που έχουν έρθει στο προσκήνιο και πως διεκδικούν την θέση τους στην διαμόρφωση του κόσμου των ανθρώπων.

Όμως στην πραγματικότητα το βιβλίο ξεκινάει με μια από τις μεγάλες αγάπες του συγγραφέα του τον «Δον Κιχώτη» και τον δημιουργό του τον Θερβάντες. Ξέροντας πολύ καλά ότι ο πρώτος κατάφερε να επισκιάσει τον δεύτερο, ο ήρωας ή μάλλον καλύτερα ο πρώτος αντί- ήρωας ο Δον Κιχώτης έχει σίγουρα μεγαλύτερη φήμη  από τον δημιουργό του, το Θερβάντες.

Ο Δον Κιχωτης αυτός ο σιωπηλός πολυλογάς που περιπλανιέται μέσα στις ερημιές αρνούμενος να αποδεχθεί τον κόσμο όπως είναι. Θα σταθεί απέναντι στην εξουσία και την αδικία  φτιάχνοντας τους δικούς του κόσμους που όμως τέμνονται  και δίνουν τις δικές του ερμηνείες για τον υπαρκτό κόσμο. Ο Δον Κιχώτης δεν στέκεται απλά στις ερμηνείες του αλλά αναλαμβάνει δράση για να διορθώσει όσα θεωρεί λάθος με βάση αυτές. Συντρέχει τους αδύναμους και τους απροστάτευτους είτε έχουν δίκιο είτε άδικο, ακόμα και αν χρειάζεται να έρθει σε σύγκρουσή με την ίδια την βασιλική εξουσία, ακόμα και αν κινδυνέψει να λοιδοροθεί και κατατρεχτεί από αυτούς που βοήθησε.  Η τρέλα του είναι μια μορφή διαμαρτυρίας απέναντι σ’ ότι τον καταπνίγει, απέναντι στον ίδιο το θάνατο.

Επιλέγει όχι απλά να θέσει το ερώτημα του «γιατί;» αλλά να δώσει και την απάντηση του «γιατί όχι;» θέτοντας το ζήτημα όχι να ερμηνεύσει τον κόσμο αλλά να τον αλλάξει.

Όμως και λογοτεχνικά ο Θερβάντες με τον Δον Κιχώτη κάνει μεγάλες τομές που ακόμα είναι ζητούμενο για όσους επιχειρούν να μπουν στο ταξίδι της γραφής. Έπαιξε με τις μορφές, την εναλλαγή του αφηγητή,  ανακάτεψε τις οπτικές γωνίες, έβαλε σε διάλογο το πραγματικό με το φανταστικό, έκανε πειράματα με τη γλώσσα και τον αφηγηματικό χρόνο, με κορυφαία στιγμή εκεί ο Δον Κιχώτης αναγνωρίζει το ίδιο του το βιβλίο μέσα στο τυπογραφείο. Οι δυο βασικοί του ήρωες, ο Δον Κιχώτης και ο Σάντσο δεν είναι κάποιοι στατικοί χαρακτήρες αλλάζουν καθώς συζητούν και εμπλέκονται στις περιπέτειες τους.

Το κοινωνικό περιβάλλον μέσα στο οποίο εξελίσσεται  η ιστορία του Δον Κιχώτη είναι αυτό του λαού, οι χωριάτες, ο πανδοχέας οι μικροαπατεώνας.

Και αν το περιβάλλον που γράφει ο Θερβάντες είναι αυτό της παρακμής  της Ισπανικής αυτοκρατορίας η Αγγλία στην εποχή του Σαίξπηρ είναι και αυτή σε μεγάλη ταραχή. Ο «Ελισαβετιανός συμβιβασμός» φέρνει κοντά την αστική και την φεουδαρχική τάξη, οι επιδημίες χολέρας, η οικονομική κρίση και οι λαϊκές εξεγέρσεις αφήνουν το δικό τους στίγμα. Μια ατμόσφαιρα ανησυχίας, απογοήτευσης και κυνισμού είναι διάχυτη.

Ο Σαίξπηρ αγαπάει από παιδί το θέατρο το οποίο από τους περιοδεύοντες θιάσους αρχίζει να απόκτα μόνιμες έδρες. Ο έμμετρος στοίχος δίνει την θέση του στον ανομοιοκατάληκτο ο οποίος δίνει περισσότερο περιθώριο στην ίδια την ερμηνεία. Οι ηθοποιοί αρχίζουν να εξερευνούν την προσωπικότητα των χαρακτήρων που υποδύονται. Περνάμε από τις μεσαιωνικές ηθικολογίες στο ιστορικό δράμα. Το θέατρο διατηρεί την λαϊκότητα του ως τέχνη και μ’ αυτό τον τρόπο επηρεάζει τις απόψεις που κυοφορούνται στην κοινωνία και εισπράττει την εχθρότητα της εξουσίας.

Η ελισαβετιανή τραγωδία που εμφανίζεται αυτή  την εποχή  διαφοροποιείται από τη  αρχαία στο ότι η μοίρα του ήρωα πηγάζει προπαντός από τον ίδιο του τον χαρακτήρα και δεν είναι αποτέλεσμα των αλλαγών της που επιβάλλονταν έξωθεν και άνωθεν όπως στην αρχαία τραγωδία, όπου τα πάντα εξελίσσονται γύρω από μια προεπιλεγμένη σύγκρουση.

Στον Σαίξπηρ οι χαρακτήρες αναπτύσσονται ποικιλόμορφα καθώς συμμετέχουν ενεργά  στην διαμόρφωση του περιβάλλοντος και της μοίρας. Στα έργα του ο Σαίξπηρ βασίζεται πολύ στην δημιουργία  στιγμών καθημερινότητας οι οποίες δομούν το τραγικό καθώς παράγουν ερωτήματα και αμφισημίες. Έχουμε να κάνουμε με ρευστές καταστάσεις στις οποίες μετέχει ο περίγυρος, οι σχέσεις των πολύπλευρων χαρακτήρων.

Ο Άμλετ στέκει ενεργά αποσβολωμένοςαπό την καθοριστικότατα των στιγμών. Μην μην έχοντας βεβαιότητες, ξανοίγεται στο μοιραίο ταξίδι με πλήρη επίγνωση αλλά και απόγνωση. Ποίος είμαι;

«Να ζει κανείς ή να μην ζει». Κι όμως δεν είναι αυτή η κυρίαρχη απορία στον Άμλετ, το πραγματικά μεγαλειώδες ερώτημα που δεν εκστομίζεται πότε αλλά στοιχειώνει το  έργο και από τότε τον άνθρωπο, είναι το πως ζεις.  Η απάντηση σ’ αυτό δεν βρίσκεται πουθενά. Τα ερωτήματα τίθενται και οι απαντήσεις υπεκφεύγουν.

Το πλήθος των ερμηνειών του Άμλετ που παραθέτει ο συγγραφέας μέσα στο βιβλίο,  όχι για να επικυρώσει την δικιά του ερμηνεία, αλλά για να δείξει την πολυσημαντότητα και την δυναμική  τόσο του έργου όσο  και της ερμηνευτικής του.

Ο Γκαίτε ζει την εποχή των μεγάλων αφηγήσεων, ζει εργάζεται και σκεφτεται μέσα σ’ έναν κυκεώνα φιλοσοφικού στοχασμού και κοινωνικών αλλαγών. Ο Καρτέσιος, ο Καντ, ο Χίουμ, ο Σπινόζα, ο Χέγκελ κλπ είναι το φιλοσοφικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ο Γκαίτε προσπαθεί να αποδώσει με συναισθηματικούς όρους των φιλοσοφικό διάλογο της εποχής του.

Επηρεάζεται   σημαντικά από τον τον Γίοχαν Χέντερ ο οποίος μέσα από την ασχολία του με την δημώδη ποίηση και την λαϊκή τέχνη εισάγει την θεωρία της τέχνης ως επικοινωνία. Το έργο τέχνης δεν έχει την αξία των ιδιοτήτων του αλλά είναι έκφραση ενός ανθρώπου. Για να επικοινωνήσει ο άνθρωπος χρησιμοποιεί λέξεις, όμως οι λέξεις δεν είναι δικά του επινοήματα, αλλά του έχουν κληροδοτηθεί δια μέσου ενός ρεύματος παρασοδιακών εικόνων, Μιλά για την γλώσσα και το έδαφος ως προσδιοριστικούς δεσμούς. Το έργο τέχνης σχετικοποιείτε και αποβάλει έτσι την απρόσωπη χροιά και την εξάρτηση από την αιώνια αξία. Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του κέντρο βάρους, είναι εξίσου έγκυρος και γόνιμος με κάθε άλλον. Στον Χέντερ η ιδέα ότι μπορεί να υπάρξει μόνο ένα ιδεώδες ως το καλύτερο   δυνατό για τους ανθρώπους φαντάζει αδιανόητη.

Η σχέση του Γκατε με τον ρομαντισμό και τον κλασικισμό είναι αντιφατική, τον αποκηρύσσει λέγοντας ότι «ο Ρομαντισμός είναι ασθένεια, το κλασικό είναι υγείες», αλλά ο Βέρθερος είναι ο απόλυτος ήρωας του ρομαντισμού.

Στον Φάουστ η πραγματικότητα διαλύεται σε ένα υποπροϊόν της δημιουργικής βούλησης που αναζητά μονάχα τον εαυτό της. Σε αυτό το έργο αντανακλάτε ανάγλυφα η αμηχανία του ανθρώπου που αναζητά το  αιώνιο  στο πεπερασμένο, την απόλυτη αλήθεια σ’ έναν κόσμο σχετικοτήτων. Ο Γκαίτε παίρνει έναν μύθο που γεννήθηκε δυο αιώνες πριν  και μέσα από αυτόν αναστοχάζεται τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα της εποχής του, στην γενική πνευματική αναταραχή που έφερε η επικράτηση της θρησκευτικής μεταρρύθμισης. Μέσα από τον Φάουστ έχουμε μια πρώτη υπονόμευση του διαφωτισμού. Ο επιστήμονας Φάουστ, απελπισμένος από την ανικανότητα του να αγγίξει την καθολική γνώση και να εξομοιωθεί με τον θεό διαπιστώνει τη ματαιότητα όλων των γνώσεων.

Δεν θα μπορούσαμε να μιλήσουμε γιο τους καταραμένους ποιητές τον Μπωντλέρ και τον Ρεμπώ χωρίς πρώτα να κάνουμε μια μικρή αναφορά στον Μπλέικ. Διαβάζοντας τον διακρίνουμε μια αδιαφορία για τους κανόνες, που στον Ρεμπώ θα μετατραπεί σε πλήρη ρήξη με κάθε περιορισμό. Ο κόσμος του Μπλέηκ είναι ο κόσμος της ηχηρής γιορτής μιας γιορτής που τα γέλια έχουν βαλθεί να γκρεμίσουν έναν κόσμο δουλείας, το σώμα αποζητά τη ζωή και είναι διαρκώς μαχόμενο με τον θάνατο.

Σε μεγάλο βαθμό η εξεγερτικότητα των καταραμένων ποιητών σημαδεύτηκε από την εξέγερση της Παρισινής κομμούνας. Το ερώτημα που βάζει η κομμούνα είναι τώρα που η εξουσία έπεσε τι;. Η κομμούνα ήταν η εξουσία που αρνιόταν των εαυτό της. Τα οδοφράγματα είναι ο νέος δημόσιος χώρος της επανάστασης, ο Μπωντλερ θα τα μνημονεύσει ως τις «μαγικές πέτρες του λιθόστρωτου στοιβαγμένες σε οχυρά». Ο Ρεμπώ θα περιγράψει το επαναστατικό υποκείμενο που αυτοκαταργήται:

«Θα γίνω εργάτης, ιδέα που με κυριεύει όταν εξάψεις τρελές με σπρώχνουν στην μάχη του Παρισιού, όπου τόσοι εργάτες πεθαίνουν ακόμα και αυτή την στιγμή που σας γράφω.

Να δουλέψω τώρα.

Ποτέ μα ποτέ.

Κάνω απεργία»

Η πορεία του Ρεμπώ είναι μια πορεία διαρκούς αυτοαναίρεση, ένας κομήτης μέσα σ’ έναν επιταχυντή, όλα γίνονται πολύ γρήγορα πολύ έντονα, σχεδόν αστραπιαία.  Η καταφυγή του στο διάβασμα δεν είναι παρά η διαδικασία για να κουρδιστεί  το   ελατήριο της εκτόξευσης. Εγκαταλείπει σχεδόν αμέσως κάθε εκφραστική περιοχή που ένιωθε κατακτημένη. Αυτό που τον απασχολεί ήταν η επινόηση μιας όλο και πιο αυθόρμητης μεθόδου γραφής, που η νόηση και η αίσθηση θα λειτουργούσαν ενιαία και παραισθητικά σε μια σχεδόν ενστικτώδη μετατροπή της εντύπωσης σε οραματική ποιητική γλώσσα. Όταν συναισθάνθηκα τα περιορισμένα όρια της λογοτεχνίας άλλαξε ζωή. Έγινε άνθρωπος της δράσης εξίσου παράτολμος και ανορθόδοξος. Αφού οι λεκτικές καινοτομίες δεν μπορούσαν να αλλάξουν τον κόσμο σταμάτησε να ασχολείται μαζί τους.  Η γοητεία του Ρεμπω είναι η γοητεία της δίχως όρια άρνησης. Η ατομική εξέγερση των ποιητών έστεκε εκθέτοντας μια ύπαρξη παθιασμένη, ονειροπόλα και αντίθετη στην αναδυόμενη πειθαρχεία της αποτελεσματικότητας.

Ο Μπωντλερ όπως και ο Ρεμπώ κινούνται στο περιθόριο της πόλης, αντιλαμβάνοτνται πρώτοι τις υπόγειες διεργασίες που συντελούνται στις νέες μητροπόλεις. Την δημιουγία μιας περιθωριακής δύναμης που ίσως και να μπορεί να κουνήσει τα θεμέλια της κοινωνίας. Για τον Μπωντλερ ο δρόμος είναι το σπίτι του μέσα από την περιπλάνηση ανακαλύπτει την μια νέα ομορφιά. Το Παρίσι δεν είναι γι’ αυτόν απλά ένας καμβάς σύνθεσης των έργων του, είναι το πεδίο σύγκλησης και διαρκούς σύγκρουσης της ζωής με τον θάνατο.

Ο Ρώσικος ρομαντισμός αναδύεται μέσα στο απολυταρχικό τσαρικό κράτος, που είναι ταυτόχρονα και ο φορέας του εκσυχρονισμού και της προώθησης των καπιταλιστικών σχέσεων στην ρώσικη κοινωνία. Σ’ επίπεδο ιδεών η συγκρότηση του τσαρικού κράτους και της δυτικοποίησης του φέρνει σε αντιπαράθεση τους δυτικόφιλους και τους σλαβόφιλους.  Οι δεύτεροι αναδεικνύουν το λαό ως φορέα των αλλαγών και τον βάζουν στο κέντρο των κοινωνικών διεργασιών. Ταυτίζουν την ιδέα της Ρωσίας με τον λαό και τον αναγορεύουν  σε μοναδικό φορέα της αλήθειας και εχθρό του κράτους.

Ακριβώς λόγο του τσαρικού καθεστώτος και του αυταρχισμού του οι κοινωνικές ιδέες πρώτα κονταροχτυπήθηκαν στη λογοτεχνική τους αποτύπωση καθώς  οι διώξεις απομόνωναν κάθε άλλο λόγο. Η λογοτεχνία αντικατέστησε τη φιμωμένη φωνή μιας ολόκληρης κοινωνίας που πάλλονταν με έντονους ρυθμούς. Αποκατέστησε έναν διάλογο καταργημένο από την εξουσία, έσωσε πνοή σε οράματα και ελπίδες.

Ο Ντοστογίεφσκι είναι καλός γνώστης των ιδεολογικών διαμαχών της εποχής του. Μέσα από την πολυφωνική γραφή του καταφέρνει και τις εντάσσει στο έργο του. Οι ήρωες του αναπτύσσουν μέχρι τέλους την προσωπικότητα τους. Ακόμα και όταν αυτό έρχεται σε σύγκρουσή με τις προθέσεις του ίδιου του συγγραφέα. Όλη η αχανής πληρότητα της ζωής διαπερνά το έργο του.

Δυο γεγονότα σημάδεψαν την ζωή του Ντοστογίεφσκι. Τα παιδικά του χρόνια που τα πέρασε στο πτωχοκομείο που εργάζονταν ο πατέρας του και το ότι στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα και γλύτωσε. Το πτωχοκομείο και τους ανθρώπους που συνάντησε εκεί, τον πόνο και την δυστυχία τους την κουβαλούσε πάντα μέσα του. Τα λεπτά μπρος στο εκτελεστικό απόσπασμα του έδωσαν την εντύπωση μιας αιωνιότητας, μιας απροσμέτρητης αφθονίας.

Ο Ντοστογίεφσκι θα βιώσει το άσβεστο μίσος των δουλοπάρικων απέναντι στην φθίνουσα γαιοκτησία, θα πορευτεί για χρόνια ολόκληρα μαζί με τους σκλάβους και τους  κατατρεγμένους. Θα δυστυχήσει και θα πεινάσει.

Γράφει πολυφωνικά διότι ζει μέσα σ’ έναν προσωπικό συγκρουσιακό σύμπαν, αναμετριέται συνεχώς με τις πεποιθήσεις του. Αναδεικνύει τον άνθρωπο πέρα από τον θεό, πέρα από τις ευκολίες μιας στέρεης βεβαιότητας, η οποία απουσιάζει όμως από τον ανθρώπινο πόνο. Οι ήρωες του δεν εκφράζουν την θέση του συγγραφέα αλλά τους δικούς τους πόθους τις δικές τους αγωνίες. Δεν δημιουργεί άφωνους δούλους των ιδεών του αλλά ελεύθερους ανθρώπους με άποψη και τη δύναμη να την υπερασπιστούν . Στον κόσμο των συγκρουόμενων συνειδήσεων ο Ντοστογίεφσκι δεν κάνει αξιολογικές κρίσεις αλλά δομεί ισότιμες συνειδήσεις. Οι ήρωες του, αλλάζουν και αυτοί μέσα στην πλοκή του έργου δεν παραμένουν στατικοί  και αναλλοίωτοι, είναι εξελισσόμενες οντότητες. Η ίδια   η μεταβολή των ηρώων του είναι η πλοκή του έργου.

Η δράση στα έργα του συμπυκνώνεται σε σημεία κρίσεων  μεταστροφών και καταστροφών. Οι ήρωες του ζουν στο κατώφλι, στην κόψη, ποτέ με ευκολία ή άνεση. ‘Εχουν το δικαίωμα της επιλογής καλούνται να πάρουν θέση μπροστά στα μεγάλα διλήμματα που μπαίνουν στην ζωή τους.

Ότι επέλεξε να αναδείξει ο συγγραφέα  είναι αυτά θεωρεί ότι κινούνται στις ρωγμές των αποριών, στις απροσδιοριστίες και τις ριζικές αμφισημίες. Όμως το πιο σημαντικό κατά  την άποψη μου σ’ αυτήν την προσπάθεια είναι η επικέντρωση που επιχειρεί στην ενεργητική ανάγνωση. Μια ανάγνωση που θα έχει την επίγνωση ότι κάθε σελίδα αλλάζει κάτι μέσα μας. Αυτή μπορεί να μετουσιώσει το διάβασμα σε μια κίνηση με απρόβλεπτες συνέπειες…

Κ.Σ.


“ΟΤΑΝ Η ΒΙΑ ΣΥΝΑΝΤΑ ΤΟΥΣ ΦΕΜΙΝΙΣΜΟΥΣ” ΜΙΑ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΞΕΠΕΡΝΑ ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑΣ

Στις 25 Νοέμβρη, την Παγκόσμια Ημέρα Ενάντια στη Βία Κατά των Γυναικών, η κίνηση “Καμιά Ανοχή” διοργάνωσε φεμινιστική βραδινή πορεία. Καθώς η πορεία διερχόταν από τους δρόμους του Μεταξουργείου, άτομα και μέλη ομάδων του queer και φεμινιστικού χώρου – κάποια εξ αυτών με κουκούλες – διαπόμπευσαν, στρίμωξαν σε μια γωνία, έσπρωξαν επανειλημμένα, έβρισαν, τραμπούκισαν και απαίτησαν να αποχωρήσει (για λόγους προηγούμενης προσωπικής διένεξης) από αυτή τη δημόσια κινηματική δράση, μια συντρόφισσα, ενώ αποδέκτες της ίδιας αντιμετώπισης ήταν και μέλη της ομάδας μας (μερικ@ εκ των οποίων έκαναν περιφρούρηση) που έσπευσαν στο σημείο για να σταματήσουν το σκηνικό. Πιο συγκεκριμένα, μας έφραξαν το δρόμο, μας εμπόδισαν να βοηθήσουμε τη συντρόφισσα, μας περιόρισαν την κίνηση στο δημόσιο χώρο χτίζοντας έναν κλοιό με τα σώματά τους. Επιπλέον, μας κατηγόρησαν για αντιφεμινισμό και για στήριξη παραβιαστικού ατόμου.

Επειδή φαίνεται να έχουμε ξεχάσει τα αυτονόητα: τα παραπάνω για μας είναι ΒΙΑ, και ως τέτοια τη βιώσαμε και την καταγγέλλουμε.

Είδαμε μια αυτοοργανωμένη επίθεση πολλών εναντίον μίας γυναίκας, με τη στήριξη και ανοχή – συναίνεση άλλων, ενώ οι ίδιες επανέρχονταν διαρκώς στον προπηλακισμό παρόλο που η συντρόφισσα δεν απαντούσε στις προκλήσεις τους, μέχρι και που παρατάχθηκαν σαν μπάτσοι στο πεζοδρόμιο πηγαίνοντας η μία πίσω από την άλλη, προσπαθώντας να επιδείξουν την ισχύ τους. Η  συντρόφισσα όπως και τα μέλη της ομάδας μας δεν έκαναν χρήση του δικαιώματος της αυτοάμυνας, πράγμα που εκθέτει ακόμη περισσότερο τις επιτιθέμενες. Αναρωτιόμαστε αν οι υποτιθέμενες συντρόφισσες αναλογίστηκαν τις συνέπειες των όσων έπραξαν. Σκέφτηκαν καθόλου τις γυναίκες που υπέστησαν και δεν άντεξαν τη διαπόμπευση, τον εξευτελισμό, τις κατηγορίες, την συμπεριφορά του όχλου; Μήπως αναλογίστηκαν, μιας και ευαισθητοποιούνται στα ζητήματα της βίας κατά των γυναικών, των αυτοκτονιών, της πατριαρχίας και της έμφυλης καταπίεσης, σε πόσο δυσάρεστη θέση έβαλαν μια ολόκληρη συντροφική ομάδα και πόσο εξέθεσαν μια γυναίκα που δεν νοιάστηκαν να γνωρίσουν, καθώς αποφάσισαν να το παίξουν δημόσιοι τιμωροί και δικαστές, κατασκευάζοντάς την ως το βίαιο Άλλο και ταυτοποιώντας την ως τοξική αρρενωπότητα; Από την άλλη, οι συμπεριφορές που παρατηρήσαμε υποδηλώνουν υποβόσκουσες ιεραρχικές σχέσεις, μιας και δεν ήταν μόνο η άσκηση της βίας αλλά και η συναίνεση στην άσκηση της βίας. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι αν κάποια υποκείμενα ήθελαν να αντιδράσουν στο περιστατικό βίας, ίσως είχαν δυσκολία να υπερβούν την αμηχανία που προκύπτει από μια de facto εμπιστοσύνη σε συντροφικά, φιλικά κ.λπ. τους πρόσωπα, η οποία αμηχανία αξιοποιείται από όσ@ κατέχουν τα προνόμια της βίας υπέρ τους.

Η εκτέλεση του περιστατικού δείχνει πόσο βαθιά έχει ενσωματωθεί η κουλτούρα της βίας: Η συμπεριφορά του προστάτη, η μάτσο νοοτροπία, η ανάληψη της θέσης του αυτόκλητου ρυθμιστή του δημόσιου χώρου και των σχέσεων, η λογική του προσωπικού ξεκαθαρίσματος με πολιτικό προκάλυμμα, η προσπάθεια βεντετοποίησης των γεγονότων, το πολλές εναντίον μίας γυναίκας. Η συμπεριφορά τους υιοθετεί τα χαρακτηριστικά του εχθρού: πρόκειται για πατριαρχική, εξουσιαστική και αντιφεμινιστική/αντισυντροφική συμπεριφορά.  Αυτά για την ιστορία…

Αυτό που μας σοκάρει είναι ότι “συντροφικά” υποκείμενα, με τα οποία έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν και διατηρούσαμε επαφές και σχέσεις, υποτίμησαν μια πολύ σημαντική πορεία με βαθιά συμβολικό περιεχόμενο, όσο και εμάς ως ομάδα. Δεν αντιμετώπισαν αυτή την πορεία και ως δικό τους κομμάτι αλλά αντίθετα λειτούργησαν επιθετικά, αντιπαραθετικά και επικυριαρχικά προς αυτή, βάζοντάς τη σε κίνδυνο. Αλλά φαίνεται ότι το δικό τους περιεχόμενο στην έννοια της ασφάλειας είναι πιο σημαντικό από των άλλων, μέσα στα πλαίσια ενός κυνισμού, άρα και το μόνο αποδεκτό περιεχόμενο. Επομένως, παρά τις εξαντλητικές συζητήσεις για τους ασφαλείς χώρους, αποδεικνύεται ότι δεν έχουν εμπεδωθεί ακόμα τα αυτονόητα, όπως το ότι σε μια πορεία σεβόμαστε τη διοργάνωση και την περιφρούρηση καθώς και το ίδιο το σώμα της πορείας. Αυτό θεωρείται κεκτημένο. Κεκτημένο θεωρείται, επίσης, ότι ο φεμινιστικός τρόπος επίλυσης των προσωπικών διενέξεων, διαφορών, παρεξηγήσεων κ.λπ. δεν μπορεί να είναι η βία και η αυτοδικία. Αντίθετα προς τα αυτονόητα και κεκτημένα, η άσκηση της βίας επιλέχθηκε ως ο σωστός τρόπος και διανθίστηκε από ένα θεαματικό status και μια lifestyle φεμινιστική παρωδία.

Νιώθουμε, σε αυτό το σημείο, την ανάγκη να κάνουμε μια στοιχειώδη αναφορά σε κάποια ζητήματα για να ανοίξει ο προβληματισμός και ο διάλογος προς κάθε κατεύθυνση:

  1. Αυτοάμυνα και αυτοδικία

Ξαναγυρνώντας στα αυτονόητα, η αυτοάμυνα δεν έχει καμία σχέση με την αυτοδικία. Αντιθέτως, η όποια συσχέτισή τους αναπαράγει ένα λόγο σχετικοποίησης και υποτίμησης του δικαιώματος της αυτοάμυνας, που βάλλεται από την ίδια την πατριαρχία ως δικαίωμα και διεκδίκηση των γυναικών να αυτοπροστατεύονται. Το θέμα δεν είναι να μπούμε στη θέση της πατριαρχίας ούτε να αναλάβουμε τον αντίθετο πόλο του τιμωρού, χρησιμοποιώντας τα εργαλεία της, αλλά να σπάσουμε το σύστημα που παράγει όλες αυτές τις πατριαρχικές όψεις και τις βίες. Αυτό μπορεί να γίνει, καταρχάς, εφόσον οι ομάδες του φεμινιστικού χώρου χτίσουμε μεταξύ μας σχέσεις εμπιστοσύνης και αλληλεπίδρασης, προβληματιστούμε ειλικρινά για τους ρόλους μας, σεβόμενες τις επιμέρους διαφορές μας, αντί να αναλωνόμαστε στην αναπαραγωγή προτύπων από διάφορους πολιτικούς χώρους, συστημικούς και ”αντισυστημικούς” που καλλιεργούν, προτρέπουν και επιθυμούν τις αυτοδικίες. Το στοίχημα είναι να καταφέρουμε να βγούμε προς τα έξω, προς τον κόσμο, που δεν έχει το προνόμιο του προστατευμένου περιβάλλοντος της ομάδας και να επικοινωνήσουμε το φεμινισμό.

  1. Ασφαλείς χώροι

Η ασφάλεια στους φεμινιστικούς χώρους είναι ζήτημα συλλογικής ευθύνης. Ασφάλεια για εμάς σημαίνει να ανοίξουμε το φεμινισμό στο μεγάλο χώρο, να κάνουμε δηλαδή το δύσκολο και να φέρουμε τις εαυτές και τους εαυτούς μας σε θέση ευθύνης. Αν δεν μπορούμε να εγγυηθούμε μεταξύ μας τη στοιχειώδη ασφάλεια σε μια φεμινιστική πορεία, σε μια συλλογική δράση κ.λπ. τότε έχουμε πρόβλημα. Πιστεύουμε ότι με την παρουσία μας και τη θέση ευθύνης, έχοντας σαφή όρια τα οποία κάθε φορά δημοσιοποιούμε, μπορούμε να αντιμετωπίσουμε συλλογικά κάθε ζήτημα παραβίασης που μπορεί να προκύψει και ότι αυτό είναι το αίσθημα της πραγματικής ασφάλειας που εγγυόμαστε συλλογικά, αναλαμβάνοντας προσωπικές και πολιτικές ευθύνες.

  1. Φεμινισμός και βία

Αναγνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλοί φεμινισμοί, ωστόσο θέλουμε να διαφυλάξουμε τις όψεις των φεμινισμών από τη σχετικοποίηση που επιβάλλεται από την κυρίαρχη τάση, η οποία θεωρεί ότι καθετί που αυτοαναγορεύεται σε φεμινιστικό αξιώνει και το δικαίωμα να είναι φεμινιστικό. Υπερασπιζόμαστε τους φεμινισμούς από την καταχρηστικότητα της οποιασδήποτε επίκλησής τους που δεν έχει σαφές περιεχόμενο, θέση ευθύνης και αναγνώριση της σημασίας του κοινωνικού στοιχείου, ώστε να μη μαϊντανοποιούνται για την εξυπηρέτηση πατριαρχικών και εξουσιαστικών αντιλήψεων. Όπως ζήτημά μας δεν είναι γενικά και αόριστα η κατακραυγή της πατριαρχίας, που μπορεί να γίνει και από μια φιλελεύθερη θέση, αλλά το συγκεκριμένο πλαίσιο αναφοράς ενάντια στην πατριαρχία – που όπως προσδιορίσαμε διαθεματικά, είναι αντικαπιταλιστικό και αντιρατσιστικό μαζί – έτσι, δεν καταδικάζουμε τη βία από όπου και αν προέρχεται, κατά την γνωστή συστημική ρήση. Αντίθετα, αναλύουμε με πολιτικούς όρους τη σχέση βίας και φεμινισμού στα πλαίσια του κινήματος, δηλαδή με βάση τα διαφορετικά πλαίσια και τις συνθήκες, τα χαρακτηριστικά, τις ποιότητες και εντάσεις, καθώς και το ζήτημα της συνάφειας μέσων και σκοπών. Οι όροι αυτοί καθορίζουν και τη στάση μας απέναντι στη βία από φεμινιστική θέση.

Δεν είμαστε πασιφίστριες και πασιφιστές. Θέλουμε, όμως, ένα φεμινιστικό πλαίσιο αναφοράς που θα συμπεριλαμβάνει την κοινωνία. Το πλαίσιο αυτό, για μας, βασίζεται στο ότι ο φεμινισμός είναι πρωτίστως σχεσιακότητα, καλλιέργεια για σχεσιακότητα, διεκδίκηση για σχεσιακότητα, αντίσταση στην απουσία της σχεσιακότητας. Είναι ο τρόπος που αμοιβαία συγκροτούμε τις υπάρξεις μας, τις σχέσεις μας και τα όριά μας. Έτσι, θέλουμε να προβληματιστούμε και να προβληματίσουμε με ένα ερώτημα: αν και είναι εύκολο – το πιο εύκολο – να απαντάς με βία στη βία, πράγμα που δεν επιλέξαμε ως απάντηση, μπορεί αυτό να είναι φεμινιστική πρόταση αν συμβαίνει και υιοθετείται μεταξύ φεμινιστριών ή μπορεί να είναι αναπαραγωγή πατριαρχικών και εξουσιαστικών ρόλων; Κάτω από ποιες συνθήκες και μέσα σε ποια πλαίσια, σκοπούς κ.λπ. αναλύονται και διακρίνονται τα πράγματα αυτά;

  1. Οι πολιτικές της διαφοράς και η πολιτική της ομοιότητας

Αν κάτι μας έχει δείξει η φεμινιστική ιστορία είναι ότι οι διαφορές που έχουν συσκοτιστεί από την πατριαρχία, οι πολλαπλές θέσεις των υποκειμένων, η αξία της ανάδειξης των ιστοριών των ”άλλων” και η πρόσβασή τους στο δημόσιο λόγο και στη δημόσια δράση είναι ζητήματα που θεμελιώνουν τη φεμινιστική πρόσληψη και αποτελούν μια άλλη πρόταση ζωής. Η παθογένεια να υπακούσουν οι διαφορετικότητες στην επιτήρηση και την τιμωρία, στον παλιό κανόνα της επιστροφής σε μια ομοιότητα από τη θέση του διαφορετικού αυτή τη φορά, σε μία και μόνη αλήθεια, σε διάφορα ανταγωνιστικά μανιφέστα για το τι πρέπει και τι δεν πρέπει να κάνει κάποια για να είναι φεμινίστρια, queer ή οτιδήποτε, σημαίνει ότι δεν έχουμε ακόμα κατανοήσει και δεν προσπαθούμε να ζήσουμε μέσα από τις διαφορές μας, ότι δε μπορούμε να συνυπάρξουμε, να αναβαθμιστούμε ποιοτικά (πολιτικά και προσωπικά) και να βρούμε αυτό που μας συνέχει. Στην πολιτική της ομοιότητας υπάρχει μόνο μία θέση ύπαρξης και μόνο μία θέση θέασης, κρίσης και νοηματοδότησης ως εγγυητής της ασφάλειας και αχθοφόρος της αλήθειας. Στις πολιτικές της διαφοράς υπάρχει η συνείδηση της μερικότητας από τη μια, αλλά συγχρόνως η συνείδηση ότι το έδαφος μας είναι οι σχέσεις μεταξύ μας, έδαφος με όρια, κάθε φορά, που όμως είναι ευθύνη μας να διαφυλάξουμε και να προεκτείνουμε. Το τέλος κάθε ριζοσπαστικής ιδέας είναι η στιγμή που αυτή μεταστρέφεται σε ένα νέο κανόνα, σε μια νέα νόρμα, σε μια πανομοιότυπη πολιτική που συσσωρεύει υπεραξία, χαράσσει ιεραρχίες και ελέγχει προσβάσεις. Προσπαθούμε να διαφυλάξουμε τον πλούτο των διαφορών γιατί αυτό μετακινεί και εμάς σε μια θέση συνύπαρξης και διαλόγου και δεν οδηγεί στην παρακμή μιας θέσης τετελεσμένου που διεκδικεί το προνόμιο της αλήθειας και του σωστού. Υπερασπιζόμεν@ τους φεμινισμούς που αναδεικνύουν αυτές τις διαφορές και την επικοινωνία μεταξύ τους, αντιστεκόμαστε στην επιβολή ενός μοναδικού τρόπου να στοχαζόμαστε, να επικοινωνούμε, να πράττουμε, να νιώθουμε, να ζούμε.

  1. Το προσωπικό είναι πολιτικό

Η εμβληματική αυτή φράση του φεμινιστικού κινήματος επανέρχεται διαρκώς και αναδεικνύει το περιεχόμενο των πραγμάτων που κάνουμε και το πώς τα διαχειριζόμαστε. Δυστυχώς, όμως, χρησιμοποιείται και καταχρηστικά, προκειμένου να νομιμοποιήσει τη διαπόμπευση και το λιντσάρισμα ως φεμινισμό και πολιτική, να ανάγει την αδυναμία και τα λάθη της προσωπικής διαχείρισης σε αναγκαστικό πολιτικό ζήτημα. Το προσωπικό βέβαια, ούτως ή άλλως είναι πολιτικό. Έτσι πολιτικά κρίνεται και η στάση του τραμπουκισμού. Άλλωστε για μας αυτό είναι ένα πολιτικό ζήτημα των καιρών μας: η πολιτικοποίηση του προσωπικού ως δικαιολογία και το «όλ@ εναντίον όλων». Αυτή ακριβώς η λογική αποπολιτικοποιεί το προσωπικό γιατί σβήνει την υποκειμενική δυνατότητα δράσης και ευθύνης που είναι η βαθιά πολιτική διάσταση του υποκειμένου-προσώπου, ενώ στρεβλώνει την έννοια του πολιτικού ως μανιχαϊσμό και εξωτερική σχέση με το προσωπικό. Όταν λέμε ότι το προσωπικό είναι πολιτικό σημαίνει επίσης ότι το πρόσωπο δεν απεκδύεται της προσωπικής του ευθύνης. Αντιθέτως, πολιτικό σημαίνει να την αναλαμβάνει και με αυτό τον όρο να συμμετέχει και να δρα και όχι να αναθέτει τη ρύθμιση της ζωής του σε μια συλλογικότητα, στο κίνημα κ.λπ, σαν να πρόκειται για έναν ακόμα θεσμό, όπως το κράτος, η εκκλησία, η οικογένεια.

Τέλος, θέλουμε να τονίσουμε ότι επιθυμία της ομάδας μας ήταν αφενός να καταγγείλει το περιστατικό, αφετέρου να προβληματίσει ανοίγοντας ένα διάλογο πάνω σε αυτά τα ζητήματα, μιας και δεν επιλέγουμε να αναλωθούμε σε μια καταγγελία. Αυτό που θέλουμε να δηλώσουμε, κλείνοντας, είναι ότι θα είμαστε παρόντ@ και θα υπερασπιζόμαστε τις αρχές μας, διερευνώντας με αναστοχασμό και ανοιχτότητα το φεμινισμό. Θα συζητάμε ανοιχτά για αυτά τα ζητήματα, όπως συζητάμε ανοιχτά για όλα, προσπαθώντας να συνδεόμαστε με όρους πολιτικού πολιτισμού. Αυτό είναι το δικό μας πολιτικό όριο που μπαίνει από τη φεμινιστική θέση ότι το προσωπικό είναι πολιτικό.

%cf%86%ce%b5%ce%bc%ce%b9%ce%bd%ce%b1